Ιδού λοιπόν, κατέφθασε και το νέο βιβλίο του υπεραγαπημένου στην Ελλάδα αμερικανού ψυχίατρου Ίρβιν Γιάλομ «Πλάσματα μιας μέρας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις 'Αγρα, από τις οποίες κυκλοφορούν και τα άλλα ευπώλητα έργα του «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», «Στο ντιβάνι», «Η θεραπεία του Σοπενάουερ», «Το πρόβλημα του Σπινάζα», «Ο δήμιος του έρωτα», «Η μάνα και το νόημα της ζωής», «Στον κήπο του Επίκουρου» και άλλα δημοφιλή.
Πρόκειται για δέκα ιστορίες ψυχοθεραπείας που αναμένεται να ενθουσιάσουν τους οπαδούς του, καθώς, όπως έχει πει ο ίδιος, στην Ελλάδα σημειώνεται η μεγαλύτερη εκδοτική επιτυχία του διεθνώς, σε σχέση με την αναλογία του πληθυσμού.
Με ένα ύφος αφηγηματικό, αποφεύγοντας επιστημονικές ορολογίες και παίζοντας με την εγγενή περιέργεια του αναγνώστη για την ψυχοθεραπεία, παρουσιάζει τις επισκέψεις των πελατών του που, καθώς του εκμυστηρεύονται τα όνειρα και τους εφιάλτες τους, μέσα από το διάλογο τους αποκαλύπτεται και ο ίδιος, σπάζοντας την απόσταση θεραπευτή-επιστήμονα και θεραπευόμενου-ασθενή.
Ο φόβος του θανάτου, ο πόθος της ελευθερίας, η σκληρότητα της μοναξιάς, τα συμπλέγματα της σεξουαλικότητας, τα ερωτήματα για το νόημα της ζωής, δηλαδή ο Χάιντεγκερ, ο Νίτσε, ο Φρόυντ και όλοι οι μεγάλοι της αβύσσου που λέγεται «ψυχή» , απλοποιούνται και προσωποποιούνται με χιούμορ, λογοτεχνικότητα και εκλαϊκευμένο στοχασμό.
Ο ογδοντατετράχρονος σήμερα, ομότιμος καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ των ΗΠΑ, επικαλείται τη ρήση του Σοπενάουερ ότι «όσο περνάει η μέρα σβήνει το λαμπρό φως του ήλιου και αρχίζει να βλέπει κανείς στον ουρανό ,πράγματα που δεν μπορούσε να δει νωρίτερα, όσο τα σκέπαζε το φως». Και ξεκινάει το βιβλίο με το απόφθεγμα του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου: «Είμαστε όλοι πλάσματα μιας μέρας. Κοντεύει ο καιρός που θα τα ξεχάσεις όλα. Κοντεύει ο καιρός που θα σε ξεχάσουν όλοι. Να στοχάζεσαι πάντοτε ότι σε λίγο θα είσαι ο καθένας στο πουθενά».
Στο πρώτο διήγημα του βιβλίου, των 241 σελίδων, με τίτλο «Μυστήρια θεραπεία», αρχίζοντας με ένα email που έλαβε στο γραφείο του από κάποιον Πωλ 'Αντριους, μας μπάζει στο γραφείο- θεραπευτήριό του: «Δρ Γιάλομ, θα ήθελα ένα ραντεβού. Διάβασα το μυθιστόρημά σας "Όταν έκλαψε ο Νίτσε", κι αναρωτιέμαι αν θα δεχόσασταν να δείτε έναν συνάδελφο συγγραφέα που του είναι αδύνατο να γράψει». Ο θεραπευτής σύντομα όρισε μια συνεδρία υποδεχόμενος στο γραφείο του έναν ζαρωμένο, ογδόντα τεσσάρων ετών, γεράκο αλλά με παιχνιδιάρικα μάτια και την υποψία ενός χαμόγελου στα χείλη, ο οποίος του δήλωσε πως στα νιάτα επιχείρησε να κάνει ένα διδακτορικό φιλοσοφίας με επίκεντρο το Νίτσε. Όμως, δεν μπόρεσε ποτέ να το τελειώσει και το πανεπιστήμιο τον διέγραψε. Βρήκε δουλειά ως βιβλιοθηκάριος στη βιβλιοθήκη ενός δημόσιου πανεπιστημίου από όπου πήρε σύνταξη. Δύο φορές παντρεμένος, δύο φορές χωρισμένος και χωρίς παιδιά.
Παρά τις ερωτήσεις του Γιάλομ να του μιλήσει για την άγνωστη ζωή του, ο Πωλ παρέμεινε «σφίγγα», αντιπροτείνοντας στον Ίρβιν να διαβάσει ένα φάκελο με μια πυκνή αλληλογραφία που είχε με τον καθηγητή Κλωντ Μίλλερ ο οποίος επέβλεπε τη διατριβή του. Ο ψυχοθεραπευτής υπάκουσε. Και έμεινε έκπληκτος από την 45χρονη αλληλογραφία που-προϊόντος του χρόνου- εξελισσόταν σε έναν υψηλού επιπέδου υπαρξιακό διάλογο μεταξύ καθηγητή και φοιτητή. Στη διάρκεια της ανάγνωσης ,ο εξεταζόμενος Πωλ απολάμβανε τα λόγια θαυμασμού του Γιάλομ προς τον «φιλόσοφο» Πωλ.
«Τον κοίταξα. Τα μάτια του είχαν αρχίσει να βουρκώνουν, ρουφούσε με λαχτάρα όσα έλεγα. Επιτέλους ερχόμασταν σε επαφή. Εγώ και μόνον εγώ μπορούσα να πιστοποιήσω ότι ένας σπουδαίος άντρας θεωρούσε τον Πωλ 'Αντριους σημαντικό. Αλλά, ο σπουδαίος άντρας είχε πεθάνει πριν από χρόνια και ο Πωλ είχε ανάγκη από έναν μάρτυρα, κι είχε επιλέξει εμένα να παίξω αυτό το ρόλο».
Το βιβλίο είναι ένα είδος δοκιμιακής λογοτεχνίας που σε ελκύει και μόνο γιατί ο Γιάλομ απεκδύεται το βλοσυρό ύφος του εξεταστή της άγνωστης ηπείρου που λέγεται «ψυχή». Αν και - όχι λίγες φορές- οι συμβουλές του θυμίζουν... μεγαλειώδεις συμβατικότητες που λένε είτε οι εξομολογητές φίλοι , είτε η γιαγιά μας...