Είναι ορθό η ποίηση να μελοποιείται; Όταν ένα ποίημα μελοποιείται τι είναι αυτό που προκύπτει ως καλλιτεχνικό προϊόν;
Πως επιτυγχάνεται αυτό το περίφημο πάντρεμα; Απέκτησε η ποίηση νέους αναγνώστες λόγω των μελοποιήσεων; Από τη συνύπαρξη ποίησης και μουσικής ποια ωφελείται περισσότερο;
Σε αυτά τα ερωτήματα απαντάει στο βιβλίο «Μελοποιημένη ποίηση - Ένας αμφιλεγόμενος γάμος», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος. Συγγραφέας ο συνθέτης Κώστας Μυλωνάς, ο οποίος έχει ασχοληθεί με όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής (θέατρο, κινηματογράφο, ραδιόφωνο, τηλεόραση, μουσική δωματίου, μουσική για ορχήστρα) και έχει εμπνευστεί τη μουσική πάνω σε στίχους διακεκριμένων ποιητών και στιχουργών.
Πρόκειται για μια μελέτη 213 σελίδων που προσεγγίζει με απομυθοποιητική οπτική το θέμα αυτής της «παντρειάς».
Όπως γράφει στην εισαγωγή του, ένα από τα στερεότυπα που κυριάρχησαν στη μουσική ζωή του τόπου μας τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα τη χρονική περίοδο 1960-1985, ήταν αυτό της μελοποιημένης ποίησης με επίκεντρο το μεγάλο μουσικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Και τότε και σήμερα οι περισσότεροι Έλληνες έχουν την εντύπωση ότι ήταν κάτι το «πρωτόγνωρο». Η εντύπωση αυτή -τονίζει ο μελετητής- πέρα από το γεγονός ότι είναι ανιστόρητη, αποτελεί επίσης και πλάνη που καλλιεργήθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη τα επιτεύγματα της παλαιότερης μουσικής μας δημιουργίας, καθώς μελοποιήσεις είχαν ήδη αρχίσει στα μέσα του 19ου αιώνα από τους Επτανήσιους συνθέτες, από τον Μάτζαρο, τον Καρρέρ, τον Ξύνδα, τον Λιβεράλη καθώς και αργότερα, στις αρχές του 20ου αιώνα, από τους συνθέτες της Εθνικής Μουσικής Σχολής τον Καλομοίρη, τον Βάρβογλη, τον Ριάδη και αρκετούς άλλους. Οι ποιητές που μελοποιήθηκαν είναι: Παλαμάς, Σολωμός, Σικελιανός, Γρυπάρης, Μυριβήλης, Χατζόπουλος, Μαλακάσης, Ζαν Μωρεάς και άλλοι.
Ο Κώστας Μυλωνάς υπογραμμίζει ότι η καθαρή ποίηση τείνει προς την μουσική, αλλά και η επίσης η καθαρή μουσική δεν χρειάζεται την ποίηση. Σπεύδει όμως να παραδεχθεί πως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ποιήματα που μελοποιήθηκαν και αποτελούν εξαίσια έργα όπως χαρακτηρίζει το «'Αξιον Εστί» των Ελύτη - Θεοδωράκη, τον «Επιτάφιο» των Ρίτσου - Θεοδωράκη και το «Μεγάλο Ερωτικό» του Μάνου Χατζηδάκι. Επιμένει ,πάντως, λέγοντας ότι η μουσική δεν πρέπει να υποκαθιστά το ποίημα, να το υπερβαίνει ή να το αποδυναμώνει αλλά να προσθέτει σε αυτό, γιατί η μουσική στην προσπάθειά της να εκφράσει τη δική της γλώσσα διατρέχει τον κίνδυνο να το υπερκεράσει, να το αποδυναμώσει ή ακόμη και να αφαιρέσει τη μουσικότητα του ίδιου του ποιητικού κειμένου.
Στο ερώτημα αν, τελικά, οι μελοποιήσεις βοήθησαν τις μάζες να έρθουν σε ουσιαστική γνωριμία με την ποίηση και αν η τελευταία απέκτησε νέους αναγνώστες, ο συγγραφέας απαντάει αρνητικά. «Θα μπορούσαμε μόνο να δεχθούμε ότι ορισμένες κοινωνικές ομάδες εξοικειώθηκαν κάπως με την ποίηση αλλά η επαφή αυτή δεν ξεπέρασε το επίπεδο της εγκυκλοπαιδικής μόρφωσης».
Το βιβλίο αρχίζει με αναφορά στην αρχαία Ελλάδα όπου δεν υπήρχε μουσική χωρίς ποίηση και ποίηση χωρίς μουσική. Ποιητής και μουσικός ήταν τις περισσότερες φορές το ίδιο πρόσωπο. Τότε συναντάμε την πρώτη μορφή έντεχνης ποίησης και μουσικής με τα Ομηρικά Έπη. Ήταν τραγούδια -ένα είδος απαγγελίας και μελωδίας- με συνοδεία λύρας ή κιθάρας, που ιστορούσαν πολεμικές δόξες. Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού τον 4ο αιώνα μ.Χ. η αρχαία ελληνική τραγωδία πολεμήθηκε με τυφλό ζήλο από την εκκλησία αλλά η αγάπη του λαού διέσωσε τα στοιχεία της μέσω της παντομίμας και της όρχησης.
Ακολουθεί το λειτουργικό δράμα του Μεσαίωνα με αναπαραστάσεις από τα πάθη του Χριστού, έπονται οι τροβαδούροι που έδωσαν τη θέση τους στα ερωτικά τραγούδια της Ευρώπης με την γέννηση της συμφωνίας, της σονάτας και αργότερα του κονσέρτου της ρομαντικής περιόδου. Εξέλιξη αυτών των μορφών αποτελεί η σύγχρονη ελληνική μουσική με τη νεωτερική ποίηση να έχει καταργήσει τη ρίμα απελευθερώνοντας τους κύκλους των στροφών.
Η μελέτη αναλύει μια σειρά από μελοποιημένα ποιήματα των τελευταίων δεκαετιών, κρίνοντας ή επικρίνοντας έργα που έχουν καταξιωθεί και άλλα που έχουν ξεχαστεί- αν και βασίζονται σε μεγάλους ποιητές ...