«Οι φόροι και τα κόμματα / φέραν αυτή τη κρίση / που κάνανε τον άνθρωπο /να μην μπορεί να ζήσει».
Με προμετωπίδα αυτό το τετράστιχο ρεμπέτικο του 1934, ο Χρήστος Καρδαράς, καθηγητής της Νεοελληνικής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Πελοποννήσου ,ξεκινάει το βιβλίο του με τίτλο «Ιστορία και Ρεμπέτικο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαζήση. Στις 397 σελίδες του ο μελετητής, ο οποίος διδάσκει ευρωπαϊκό πολιτισμό στο τμήμα θεατρικών σπουδών του πανεπιστημίου, εξετάζει ποια πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά και αθλητικά γεγονότα γέννησαν τα λαϊκά δημιουργήματα.
Παίρνοντας ως δεδομένο ότι το ρεμπέτικο είναι ένα πολυσύνθετο σύνολο μουσικής, χορού και λόγου, καταρρίπτει το στερεότυπο ότι αυτού του είδους το τραγούδι περιοριζόταν σε ερωτικά θέματα και ότι δήθεν ήταν εγκλωβισμένο στο περιθώριο, στη φυλακή και στις παράνομες ουσίες, όπως ισχυριζόταν για πολλά χρόνια διανοούμενοι όχι μόνο από τον αστικό αλλά και από τον αριστερό χώρο.
Πράγματι, η αντιστοίχιση γεγονότων με τραγούδια φέρνει στο προσκήνιο μια παραστατική τεκμηρίωση του πόσο η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα ενέπνευσε, επηρέασε και σημάδεψε τα τραγούδια αυτά.
Η γενική ιστορία- άμεσα ή έμμεσα- αλλά και το προσωπικό γεγονός περνάει μέσα από κουπλέ και ρεφρέν. Κατά χρονολογική σειρά: Η μετανάστευση στις ΗΠΑ από τα τέλη του 10ου αιώνα, το λαθρεμπόριο, οι βαλκανικοί πόλεμοι με την εξύμνηση του πρωθυπουργού Βενιζέλου και του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου, η μικρασιατική συμφορά, το προσφυγικό δράμα, ο θάνατος πολιτικών αρχηγών, οι αρρώστιες από φτώχεια, οι πλημμύρες στις γειτονιές των κατατρεγμένων, οι διώξεις από τη δικτατορία του Μεταξά, οι ηρωισμοί στον πόλεμο του '40, η κατοχή με τον πληθωρισμό, τους σαλταδόρους, τη μαύρη αγορά και το θάνατο από πείνα, η αντίσταση, ο διχασμός στον εμφύλιο, η ρήψη της ατομικής βόμβας μέχρι και η υπαγωγή της χώρας μας στο ΝΑΤΟ. Και βέβαια: τα ηχηρά εγκλήματα, η γυναικεία απελευθέρωση, οι ξενικοί χοροί, οι διαγωνισμοί ομορφιάς, οι επιτυχίες των παλαιστών πυροδότησαν τα ρεμπέτικα... σουξέ.
Ο καθηγητής παίρνει αυτόν τον απαγορευμένο -μέχρι τη δεκαετία του '60- καρπό , που άλλοτε είναι ανοιχτή καταγγελία και άλλοτε λεπτή ειρωνεία και τον κάνει επιστήμη ιστορίας και τέχνης.
Εν αρχή ην η Αμερική: Τη δεκαετία του 1890, ενώ ζούσαν στις ΗΠΑ περίπου 15.000 Έλληνες, το 1917 οι μετανάστες έφτασαν τις 450.000, με αποτέλεσμα στα μεγάλα αστικά κέντρα να δημιουργηθούν ελληνικές γειτονιές με εστιατόρια, καφενεία, παντοπωλεία, εκκλησίες, συλλόγους και οργανώσεις. Οι πρώτες δισκογραφίες άρχισαν στην Νέα Υόρκη και στο Σικάγο. Ο Γιώργος Κατσαρός, που έζησε πολλά χρόνια στην Αμερική, δήλωνε ότι έγραφε για τους έλληνες μετανάστες κυρίως ρεμπέτικα, επειδή αποτελούσαν τραγούδια κοινής αποδοχής, έστω κι αν είχαν αντισυμβατική θεματογραφία. Από τα πρώτα τραγούδια που ακούστηκαν εκεί ήταν το «Σακραμέντο - Μπόστον», στο οποίο ο ανώνυμος δημιουργός περιγράφει τη συμπεριφορά των ετερόκλητων συμπατριωτών του:
«Σακραμέντο και Νοτάι / ο Θεός να σε φυλάει / πέρασα κι από το Φρίσκο / όλο μπελαλήδες βρίσκω. / Και γραμμή στο Μπόστον πάω / γιατί πολύ τ' αγαπάω / βρίσκω όλο μερακλήδες / ομορφάντρες ζεϊμπεκλήδες. / Μες στη Νέα Υόρκη μπήκα / όλο τζογαδόρους βρήκα / πήγα για να πάρω νύφη / κι έφυγα μ' ένα μιτζίτι».
Η καταστροφή της Σμύρνης και ο διωγμός 1,3 εκατομμυρίων Ελλήνων οδήγησαν τον άγνωστο συνθέτη να δείξει τους αίτιους:
«Η Σμύρνη και το Κορδελιό/ δεν ήταν του Κεμάλη / μόνο την επουλήσανε / 'Αγγλοι, Ιταλοί και Γάλλοι».
Η κρίση του 1933 ενέπνευσε το παρακάτω συρτό του Κώστα Ρούκουνα, παρομοιάζοντας το λαό σαν ένα στρατιώτη που πολεμά στο μέτωπο για να νικήσει τη φτώχεια:
«Οι φόροι και τα κόμματα / φέραν αυτή την κρίση / που κάνανε τον άνθρωπο / να μην μπορεί να ζήσει. / Κι όλο τη φτώχεια πολεμά / για να την ενικήσει / να βγάλει το ψωμάκι του / το σπίτι του να ζήσει. / Αλλά κι αυτό αδύνατο / για να το 'κονομήσει / και κάθε μέρα βλαστημά την έρημη την κρίση. / Όλος ο κόσμος τα 'χασε / κι όλοι παραμιλούνε / και κάθε μέρα βλαστημούν / την κρίση που περνούνε. / 'Αιντε, να ζήσεις φτώχεια και να πεθάνεις παλιοκρίση!».
Η μελέτη κλείνει με πλούσια βιβλιογραφία και παραπομπές στο διαδίκτυο, με ευρετήριο δημιουργών και ερμηνευτών, από τον Γιάννη Αλεξίου ή Γιάγκο Βλάχο ή Γιοβανίκα (Ρουμανία 1850 - Μυτιλήνη 1925) βιολιστή, συνθέτη και γενάρχη του σμυρναίικου μέχρι τον Στέλιο Χρυσίνη (Πειραιάς 1916 - Αθήνα 1970) συνθέτη, στιχουργό, οργανοπαίχτη και καλλιτεχνικό υπεύθυνο στις εταιρείες Columbia και His Master's Voice. Αυτός ο τυφλός και αγράμματος έγραψε με τη λαϊκή ψυχή του το συρτό «Κύπρο όλοι είμαστε κοντά σου / και προσμένουμε τη λευτεριά σου».