Μέσα σ' ένα καλοκαίρι «καυτών» πολιτικών εξελίξεων, το Θέατρο Τέχνης τολμά και δίνει τον λόγο στο πλήθος, το πλήθος των νέων της Ελλάδας στα χρόνια της κρίσης, για να πει και να φωνάξει «Θέλω Μια χώρα». Γιατί, αυτή ακριβώς η νέα γενιά των Ελλήνων είναι ο πρωταγωνιστής της παράστασης που ανεβάζει το Θέατρο Τέχνης, στις 30 και 31 Ιουλίου, στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Με αφετηρία το έργο «Θέλω Μια Χώρα» του Ανδρέα Φλουράκη -ένα σύγχρονο θεατρικό κείμενο εκτός συνηθισμένης φόρμας- η καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης Μαριάννα Κάλμπαρη, σκηνοθετεί εξήντα πέντε ενεργούς μαθητές και απόφοιτους της Σχολής του Θεάτρου σε μια παράσταση που «εκφράζει άλλοτε το φόβο και την αγωνία και άλλοτε την ελπίδα και την αναγκαιότητα της αλλαγής. Κοινός άξονας το επιτακτικό αίτημα: «Θέλω μια χώρα».
«Δεν είναι το ίδιο να λες στις μέρες μας επιτακτικά «θέλω μια χώρα» με το να το έχεις πει για παράδειγμα δύο αιώνες νωρίτερα όταν χώρες όπως η δική μας δημιουργούνταν» αναφέρει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο συγγραφέας Ανδρέας Φλουράκης. «Σήμερα, η χώρα δεν καθορίζεται τόσο πολύ από την ομοιότητα, όσο από τη διαφορά και φυσικά δεν ταυτίζεται με έναν ομοιογενή λαό όπως παλιά. Μια χώρα στην εποχή μας παρέχει μια πυκνή στρωματογραφία πολιτισμών αλλά και ιστορίας και ιστοριών, γλώσσας και γλωσσών και θα έπρεπε όχι μόνο να συμπεριλαμβάνει, αλλά κυρίως να σέβεται τη διαφορετικότητα κάθε είδους, γλωσσική, πολιτική, καλλιτεχνική, πολιτιστική, θρησκευτική κλπ».
«Η χώρα πέθανε. Να πάει στον αγύριστο. Μας έβγαλε τα συκώτια. Θεός σχωρέστη. Πάει, πέθανε. Ζήτω η νέα χώρα! Ζήτω» αναφέρεται στο κείμενο, ωστόσο για τον συγγραφέα, πέρα από τη γραφή, η «Ελλάδα των τελευταίων χρόνων είναι η χώρα που θέλει». Τη συγκεκριμένη χώρα, στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης.
«Ακριβώς την εποχή της παγκοσμιοποίησης πρέπει να δούμε εκ νέου όχι μόνο τους περιορισμούς, αλλά τις δυνατότητες που μας παρέχει μια χώρα μεταξύ των οποίων και οι διαδικασίες επίλυσης των διαφορών και συνύπαρξης με ανθρώπους με άλλα πιστεύω από τα δικά μας, διαδικασίες πάντα βασιζόμενες στις ιδιαιτερότητες και ανάγκες της κάθε χώρας κι όχι μέσα από ένα παγκοσμιοποιημένο μίξερ» υποστηρίζει.
Με σπουδές κινηματογράφου και θεάτρου σε Ελλάδα και Αγγλία ο Ανδρέας Φλουράκης έχει στο ενερηγτικό του πολλές διακρίσεις με πιο πρόσφατη αυτήν στην πλατφόρμα ευρωπαϊκού θέατρου Εurodram και με το έργο του «Ασκήσεις για γερά γόνατα» που ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης να ετοιμάζεται το φθινόπωρο να παρουσιαστεί στο Εθνικό Θέατρο της Μαδρίτης.
Για τη θερμή υποδοχή του έργου του «Θέλω μια χώρα» από το κοινό τού Royal Court Theatre του Λονδίνου, ο ίδιος σχολιάζει:
«Το κοινό ήταν χωρισμένο σε 'Αγγλους και Έλληνες που ζουν στο Λονδίνο με διαφορετικές απαιτήσεις. Σε διαφορετικές στιγμές, το έργο συγκίνησε και διασκέδασε και τις δύο πλευρές. Γενικότερα, όπου έργα μου παρουσιάζονται στο εξωτερικό νομίζω πως το κοινό έχει τις απαιτήσεις που θα είχε από οποιασδήποτε εθνικότητας συγγραφέα. Η Ελλάδα μπορεί να ήταν, αλλά πλέον δεν είναι μια χώρα φολκλόρ, ακόμα και τώρα στα χρόνια της «κρίσης», η οποία δεν θα γινόταν να μην απασχολήσει θεματικά, λιγότερο ή περισσότερο, και τους Έλληνες δημιουργούς».
Μπορεί οι ήρωές του να ζουν «στη χώρα του θεάτρου», όπως λέει, ωστόσο αν κάποιος έπρεπε να δώσει μια χώρα στη «Μήδεια» ποια θα μπορούσε να ήταν; τον ρωτάμε γιατί το 2014 ο Ανδρέας Φλουράκης έγραψε και σκηνοθέτησε το έργο «Μήδειας Μπούρκα» στο Θέατρο Επί Κολωνώ. «Η ταυτότητα της Μήδειας βρίσκεται σε μία διαρκή κατασκευή» απαντά ο ίδιος. «Η Μήδεια ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι ένα πράγμα: οπωσδήποτε θα ήταν γυναίκα ενός ξένου, οπωσδήποτε θα σκότωνε τον αδελφό της, οπωσδήποτε θα ήταν και δεν θα ήταν μητέρα και τόσο άλλα. Είναι μια ταυτότητα σε μεταλλαγή και βέβαια θα ήθελε να ζούσε σε μία χώρα που θα επέτρεπε την υπέρβαση των ορίων, πράγμα αδύνατον».
Ο Ανδρέας Φλουράκης θέλει, όπως λέει, ένα θέατρο με περισσότερη φαντασία κι αγαπημένο έργο του είναι πάντα το τελευταίο, ενώ δεν βρίσκει τρομακτική την παρουσία εξήντα πέντε ανθρώπων πάνω στη σκηνή. «Είναι τρομαχτικό αν κρατούν μαχαίρι και στρέφονται εναντίον του κοινού, διαφορετικά σε άλλες περιπτώσεις γιατί να είναι τρομαχτικό;» διερωτάται. «Η απόφαση άλλωστε» συνεχίζει ο ίδιος «να συμπεριληφθούν τόσα πρόσωπα σε μία παράσταση προέκυψε από την σκηνοθετική όραση του έργου. Επέλεξα το έργο «Θέλω μια χώρα» να έχει κόσμο κι όταν η Μαριάννα Κάλμπαρη με πληροφόρησε πως θα ανεβάσει το έργο με εξήντα πέντε ηθοποιούς κατάλαβα πως θα προκύψει μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία».
Το δημοψήφισμα και οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις δεν τον οδήγησαν να κάνει μετατροπές στο κείμενο του «Θέλω Μια χώρα». Σχολιάζοντας, ωστόσο, την επικαιρότητα δηλώνει ότι «το δημοψήφισμα προσέφερε μια εναλλακτική συνέχεια, δηλαδή συμπλήρωσε το τίτλο ως εξής: «Θέλω Μια Χώρα που καλείται να απαντήσει ναι ή όχι». Μετατρέποντάς την, δηλαδή, σε μια χώρα που ξέρει τι θέλει ή τι δεν θέλει και αυτό που θέλει ή δεν θέλει να το έχει μάθει μέσα από επίπονες διαδικασίες»
Τέλος, απαντώντας στο ερώτημά μας αν εκτός από θέλω «μπορώ...μια χώρα» τονίζει: «Μπορώ βέβαια, γιατί πολλά από τα συστατικά της χώρας, δεν βρίσκονται, μόνο, στη δικαιοδοσία όσων διακινούν το χρήμα. Όπως ο πολιτισμός της, οι κοινωνικές της δομές, η ιστορία της, η μεταφυσική πλευρά της ιστορίας της, η μνήμη της, όλα αυτά επηρεάζονται μεν αλλά δεν καθορίζονται από χρηματοπιστωτικά παιχνίδια. Και επιπλέον βρίσκονται στην παρακαταθήκη ενός λαού και στην ευχέρειά του να πατήσει πάνω σε αυτά και να μπορέσει πολλά».
Στην παράσταση που θα ανέβει την Πέμπτη και την Παρασκευή, στις 21:00, στο Κτίριο Δ, της Πειραιώς 260, πρωταγωνιστούν οι απόφοιτοι και μαθητές της Δραματικής Σχολής του Θέατρου Τέχνης Καρόλου Κουν, ενώ ξεχωριστή θέση μέσα σε αυτή την πολύβουη σκηνική σύνθεση, έχει ο ρόλος- αντιφώνηση της Ρένης Πιττακή. Επίσης, συμμετέχουν άνθρωποι από χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής, της Ασίας που βρέθηκαν ή επέλεξαν να ζουν και να εργάζονται στην Ελλάδα. 'Ανθρωποι που καλούνται να καταθέσουν την προσωπική εμπειρία τους από τη χώρα.