...με την «Μετατόπιση προς το ερυθρό» του Γιάννη Μαυριτσάκη
Ήταν αδιαμφισβήτητα μία από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις του περσινού φεστιβάλ Αθηνών που εντυπωσίασε με την εικονοκλαστική της δύναμη και τις ερμηνείες των ηθοποιών της, με προεξάρχοντες την Αμαλία Μουτούση, την Αλεξία Καλτσίκη και τον Αντώνη Μυριαγκό. Ο πολλά υποσχόμενος Θάνος Παπακωνσταντίνου ανέλαβε να παρουσιάσει το νεόκοπο έργο του Γιάννη Μαυριτσάκη, την «Μετατόπιση προς το ερυθρό» (2012) σκηνοθετώντας ένα σκηνικό παιχνίδι «στον χώρο και τον χρόνο, την αποστροφή και την αγάπη, το προφανές και το ανεξήγητο, το εφήμερο και το διαρκές, το τραγικό και το κωμικό της ανθρώπινης ύπαρξης ».
Ο νεαρός σκηνοθέτης και ηθοποιός επιστρέφει και φέτος με το ίδιο έργο στην Πειραιώς 260 (10-11 Ιουνίου), ίσως όχι με την «ασφάλεια» της περσινής επιτυχίας, όπως παραδέχεται, αλλά επειδή το μήνυμα αυτού του «σκληρού», «ερμητικού» και «σκοτεινού» έργου στο οποίο συνυπάρχουν «το χιούμορ αλλά και η αίσθηση του τρόμου και της φρίκης», είναι τελικά αρκετά ελπιδοφόρο.
«Το έργο δείχνει, εν πρώτοις, να μην είναι ιδιαίτερα φιλικό στο χρήστη», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θάνος Παπακωνσταντίνου. «Εχει στοιχεία τα οποία ξενίζουν από πλευράς δομής και κατασκευής. Η σκηνοθεσία μου, από την άλλη, δεν προσπάθησε να λειάνει τις αιχμές του, αλλά να τις εκθέσει πιο έντονα με έναν "μνημειακό" τρόπο . Ίσως και αυτός ήταν ένας λόγος που η παράσταση δίχασε το κοινό πέρυσι. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το να συμβαίνει κάτι που δεν αφήνει απλά αδιάφορο κάποιον αλλά τον ωθεί σε μία πιο αυθόρμητη και πιο ακραία ενδεχομένως αντίδραση, είτε προς το θετικό είτε προς το αρνητικό, το θεωρώ καλό σημάδι», εξηγεί ο σκηνοθέτης τονίζοντας πως ο ίδιος προσωπικά αλλά και όλοι όσοι συμμετέχουν πιστεύουν σε αυτήν την παράσταση και την υποστηρίζουν εξίσου ένθερμα με την πρώτη φορά που την παρουσίασαν.
«Σε αυτή τη δουλειά δεν μπορείς να ελέγξεις ή να προβλέψεις τι θα γίνει. Δεν σου εγγυάται ποτέ και κανείς ότι επειδή κάπως, κάτι πήγε καλά κάποια στιγμή θα ξαναπάει ή ότι θα έχει μία αντίστοιχη υποδοχή. Το μόνο για το οποίο μπορεί να είμαστε σίγουροι είναι για τις δικές μας προθέσεις και για τη δουλειά που κρύβεται από πίσω», συμπληρώνει.
Το έργο δανείζεται τον τίτλο του από έναν όρο της αστρονομίας, όπου η «μετατόπιση προς το ερυθρό» αποτελεί τεκμήριο της αδιάπτωτης διαστολής του σύμπαντος. Στο έργο του Μαυριτσάκη, η ιδέα της μετατόπισης είναι θεμελιώδης. Τα πάντα μετατοπίζονται, αλλάζει ο άξονας του κόσμου. Παύει οριστικά η «κυριαρχία» του ανθρώπου. Οι συμβολισμοί του συγγραφέα, μας αποκαλύπτονται σταδιακά, σε μια εφιαλτική ατμόσφαιρα τσίρκου. Ένας θηριοδαμαστής, ανάμεσα σε παράξενα ζώα και ακροβάτες, μιλάει για την έλευση ενός «καινούργιου είδους, εκθαμβωτικού και καταστροφικού». Από τις ερμητικά κλειστές αίθουσες συνεδριάσεων, με το αυστηρό τελετουργικό, μέχρι την αγκαλιά μιας βασίλισσας-τροφού, που εκπληρώνει φαντασιώσεις, οι ήρωες του έργου αποσυνδέονται από το παρελθόν τους, και μετατοπίζουν τον κόσμο προς κάτι νέο. Ο άνθρωπος δεν είναι πια ο «βασιλιάς των ειδών, αλλά ο διασκεδαστής του επόμενου άρχοντα».
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, στο έργο του αυτό, ο Μαυριτσάκης, με κάποιο τρόπο επιχειρεί να αρθρώσει, να δομήσει σκηνικά την "σκοτεινή ενέργεια" που κυκλοφορεί ανάμεσα στα αστρικά σώματα και κάνει το σύμπαν να διαστέλλεται.
«Υπάρχει κάτι ακόμη άγνωστο που κάνει τα σώματα να μετατοπίζονται διαρκώς και ενώ οι κινήσεις μας είναι ορατές, πάντα διαφεύγει ο λόγος, η γενεσιουργός αιτία. Έχουμε ρυθμίσει τις ζωές μας, τις κοινωνίες, τον κόσμο μας με βάση αποκλειστικά και μόνο τους εαυτούς μας. Εξακολουθεί όμως πάντα να υπάρχει κάτι που διαφεύγει, κάτι που έρπει πίσω απ' αυτή την ασάλευτη επιφάνεια. Κάποια στιγμή έρχεται η ώρα να αναδυθεί, και τότε τα πάντα μετατοπίζονται», επισημαίνει ο Θ. Παπακωνσταντίνου σημειώνοντας πως το έργο είναι μία παραβολή.
«Το πιο ενδιαφέρον για μένα, είναι ότι εκθέτει την έμφυτη αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει οτιδήποτε τον ξεπερνάει με έναν τρόπο. Στην ουσία όμως μιλάει για την ελπίδα. Την ελπίδα της καταστροφής του κόσμου όπως τον ξέρουμε. Αν το δούμε και ιστορικά η καταστροφή ήταν πάντα κινητήριος δύναμη», προσθέτει.
Στην παράσταση έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση και στο εικαστικό και το αισθητικό κομμάτι, με τον σκηνοθέτη να δημιουργεί μέσα από τις εικόνες μια παράλληλη αφήγηση. «Σε όλες μου τις δουλειές δίνω πολύ μεγάλο βάρος στα επιμέρους στοιχεία μιας παράστασης- το φως, τον ήχο, το χώρο και την εικόνα. Όλα πρέπει να συντονίζονται και να επικοινωνούν το μήνυμα του εκάστοτε έργου. Έτσι και τη «Μετατόπιση προς το ερυθρό» την προσέγγισα σαν μια διαδοχή σκηνών που μέσα τους κυκλοφορεί μια αφήγηση που χτίζεται εικόνα την εικόνα μέχρι το τέλος. Μ' ενδιαφέρει κυρίως κάποιος που έρχεται σε μια παράσταση μου να μπορεί να συνδεθεί περισσότερο αισθητηριακά και λιγότερο νοητικά με αυτό που βλέπει, σαν να παρακολουθεί μια τελετή, χωρίς να προσπαθεί να ερμηνεύσει τα πάντα βάσει του κειμένου».
Μέχρι σήμερα, οι παραστάσεις που ανεβάζει ο Θ. Παπακωνσταντίνου έχουν συνήθως τη συγγραφική του επιμέλεια και μάλιστα η βάση τους είναι κλασικά κείμενα με μια πιο σύγχρονη προσέγγιση («Venison», «Pedestal» κ.α.). Όμως αυτό, δεν το περιορίζει να συνεργαστεί και με άλλους συγγραφείς. Θεωρεί μεγάλη του τιμή που ο Γιάννης Μαυριτσάκης εμπιστεύτηκε στον ίδιο και την ομάδα του «Helter Skelter Company» να συστήσουν το έργο του στο κοινό του φεστιβάλ Αθηνών.
«Πιστεύω πως είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς. Τον παρακολουθώ από το πρώτο του έργο και μου αρέσει που σταδιακά η γραφή του οδηγείται σε μια μεγαλύτερη αφαίρεση και συμπύκνωση. Στα έργα του δημιουργεί ολοκληρωμένους σκηνικούς κόσμους και την ίδια στιγμή αφήνει χώρο και δυνατότητες σε έναν σκηνοθέτη, να τοποθετηθεί μέσα σε αυτούς και να τους εξελίξει» υποστηρίζει. Ενώ σχετικά με τη συμμετοχή του στο φεστιβάλ Αθηνών παραδέχεται: «Πιστεύω ειλικρινά σε τέτοιους θεσμούς, γιατί χωρίς αυτούς το ελληνικό θέατρο δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά ένας υψηλού επιπέδου ερασιτεχνισμός».