«Σαν ένα ελαφρύ χτύπημα στην πλάτη, μόνο για να τους δώσουμε ένα μικρό κουράγιο και να νιώσουν ότι δεν είναι μόνοι σε αυτό το δύσκολο δρόμο του θεάτρου» λειτουργεί το θεατρικό βραβείο Δημήτρης Χορν για τους νέους ηθοποιούς, όπως είπε κατά την αποψινή απονομή του ο Σταμάτης Φασουλής από τη σκηνή του θεάτρου που φέρει το όνομα του μεγάλου ηθοποιού.
Φετινός νικητής αναδείχτηκε ο Μιχάλης Σαράντης για τον ρόλο του Νότη Σερδάρη στο έργο του Παντελή Χορν, «Φλαντρώ» (Εθνικό Θέατρο, Κτίριο Τσίλλερ- Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος») και για τον ρόλο του Αγγελιοφόρου στην τραγωδία του Ευριπίδη «Ιππόλυτος» (Επίδαυρος) σε σκηνοθεσίες Λυδίας Κονιόρδου. Πρόκειται για τον δέκατο πέμπτο στη σειρά ηθοποιό στον οποίο απονέμεται η διάκριση, ως αναγνώριση της καλύτερης ανδρικής ερμηνείας της περασμένης θεατρικής περιόδου. Συνυποψήφιοί του ήταν ο Μάνος Καρατζογιάννης, ο Ντένης Μακρής και ο Γιάννης Παπαδόπουλος.
«Τυχαίνει αυτή η βράβευση να γίνεται σε μία δύσκολη περίοδο της ζωής μου. Αλλά έτσι είναι η ζωή έχει και χαρές και λύπες. Δεν θα πρωτοτυπήσω , θα κάνω όλα τα τετριμμένα που προβλέπονται σε τέτοιες εκδηλώσεις», ανέφερε ανεβαίνοντας στη σκηνή για να παραλάβει το βραβείο του, ο Μιχάλης Σαράντης. Ο νεαρός ηθοποιός ευχαρίστησε «από καρδιάς» την επιτροπή, το Νίκο Καραθάνο «που είναι δίπλα μου ή μπροστά μου σε κάθε βήμα μου» και τη Λυδία Κονιόρδου για «τις ευκαιρίες που μου έδωσε, τη θεωρώ δασκάλα μου». Και αφιέρωσε το βραβείο στον «άνθρωπο που θα ήθελε πολύ να είναι εδώ απόψε και δεν είναι. Είναι λίγο πιο πάνω στον Ευαγγελισμό και παλεύει για τη ζωή της. Στην μητέρα μου, η οποία ελπίζω να γυρίσει σύντομα σπίτι. Να είστε καλά, να είστε αγαπημένοι και να είστε υγιείς πάνω από όλα».
Μαζί με το επαμειβόμενο έπαθλο (αξίας 3.000 ευρώ), ο νικητής φόρεσε στο λαιμό του και το χρυσό σταυρό του Δημήτρη Χορν, που σαν σκυτάλη, μεταφέρεται κάθε χρόνο από τον έναν ηθοποιό στον άλλον. Φέτος ήταν η σειρά του περσινού νικητή, Γιώργο Χρυσοστόμου να τον παραδώσει στον τιμώμενο, μαζί με μία περγαμηνή που συνοδεύει το βραβείο.
Η εκδήλωση - στην οποία παραβρέθηκαν και παλαιότεροι νικητές του θεατρικού βραβείου - ξεκίνησε λίγο μετά τις 20.00 το βράδυ, με τον Σταμάτη Φασουλή να έχει αναλάβει την παρουσίασή της. «Είναι η 15η χρονιά που απονέμουμε το συγκεκριμένο βραβείο. Έχει γίνει πια θεσμός. Από αυτό αναδείχτηκαν πολλά πρόσωπα που άφησαν το δικό τους στίγμα στη νεότερη ελληνική θεατρική σκηνή. Κατά ένα περίεργο τρόπο μέσα σε αυτή τη δυσκολία βλέπουμε ν' ανθίζουν περισσότερες θεατρικές ομάδες από ποτέ. Η δουλειά λειτουργεί σαν ένα ποιητικό παραισθησιογόνο σε αυτές τις ηλικίες που όμως προσθέτει και πείρα. Γι αυτό και προσπαθούμε να βοηθήσουμε αυτά τα παιδιά όσο περισσότερο μπορούμε».
Για τον «charmeur » φίλο του, Τάκη Χορν, «που του άρεσε να μαγεύει το ακροατήριο και να κρέμονται όλοι από τα χείλη του», μίλησε ο Μίμης Πλέσσας, ο οποίος έπαιξε στο πιάνο αγαπημένες επιτυχίες του («Ποιος το ξέρει», «Οι Θαλασσιές οι χάντρες», «Ξέρω κάποιο αστέρι») που πρωτακούστηκαν από τη φωνή του αξέχαστου ηθοποιού. Σε ρόλο- έκπληξη εμφανίστηκε και η πάντα γοητευτική Μάρω Κοντού με το νεανικό συγκρότημα Melisses ερμηνεύοντας το «Πες μου μια λέξη» ( σε στίχους Αλέκου Σακελλάριου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι), με το κοινό του θεάτρου να την αποθεώνει, ξεσπώντας σε χειροκροτήματα.
Για τον θεσμό του βραβείου μίλησε ο πρόεδρος της επιτροπής (που αποτελούν οι Σταμάτης Φασουλής, Ξένια Καλογεροπούλου, Λυδία Κονιόρδου και η δημοσιογράφος Αντιγόνη Καράλη), Κώστας Γεωργουσόπουλος. «Κάθε χρόνο η επιτροπή προσπαθεί να ανιχνεύσει νέους ανθρώπους οι οποίοι παλεύουν με μεγάλα κείμενα ή κάνουν μικρά κείμενα σπουδαίους ρόλους, σε μία εποχή δύσκολη που αποδεικνύεται όμως ότι παράγει ταλέντα. Και οι 14 ηθοποιοί που προηγήθηκαν και βραβεύτηκαν από το συγκεκριμένο θεσμό δεν μας διέψευσαν. Είναι παρήγορο ότι δεν πρόδωσαν τις προθέσεις τους, δεν πρόδωσαν τις προσδοκίες που στηρίξαμε πάνω σε αυτούς όταν τους επιλέξαμε» τόνισε ο κ. Γεωργουσόπουλος, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο θεατρικό μουσείο που παραμένει κλειστό εδώ και 2 χρόνια. «Ελπίζω κάποια στιγμή να καταλάβουν ότι δεν μπορεί κανείς να παίζει εύκολα με τη μνήμη του θεάτρου. Γιατί η μνήμη του θεάτρου όπως και η μνήμη της ιστορίας και η μνήμη της τέχνης και της επιστήμης εκδικούνται», κατέληξε.