Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση «πετάει» για πρώτη φορά στην Επίδαυρο με τα πιο κωμικά πουλιά του Αριστοφάνη
Ψηλά στα σύννεφα, άνθρωποι, θεοί, πουλιά και τέρατα ζουν μαζί. Όλοι μαζί.
Η ομάδα των καλλιτεχνών στέλνει τα συλλυπητήριά της στο φόβο, ορμώντας με αγάπη στα λόγια ενός ποιητή που «δεν ντρέπεται για τίποτα».
Έχετε παρατηρήσει πως, όταν σβήνουν τα φώτα στην Επίδαυρο, ακούγονται τα βήματα των ηθοποιών που πλησιάζουν την ορχήστρα και, κάπου στο βάθος, ο ήχος ενός γκιώνη;
Αυτή τη φορά, θα ακούσετε και έναν τσαλαπετεινό, μια αηδόνα, έναν κούκο, ένα γεράκι, μια καρδερίνα, έναν ερωδιό... γιατί έρχονται οι Όρνιθες! Αποκλειστικά στην Επίδαυρο.
Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση «πετάει» για πρώτη φορά στην Επίδαυρο με τα πιο κωμικά πουλιά του Αριστοφάνη: τους Όρνιθες (414 π.Χ.) στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Οι Όρνιθες είναι η ανάγκη του ανθρώπου να πετάξει, να δημιουργήσει ένα νέο κόσμο, να έρθει σε επαφή με την αληθινή του επιθυμία.
Ο Νίκος Καραθάνος, μετά τη συγκλονιστική Γκόλφω του, επιστρέφει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, με ένα σπουδαίο θίασο και μια παράσταση-γιορτή των αισθήσεων, ριζωμένη στην αξεπέραστη ποιητική δύναμη της καταπληκτικής αυτής κωμωδίας.
Το έργο αφηγείται την ιστορία δύο φίλων, του Πεισθέταιρου και του Ευελπίδη, που εγκαταλείπουν την πόλη τους, την Αθήνα, για να αναζητήσουν μια νέα πολιτεία «μαλακιά και παχουλή σαν πουπουλένιο στρώμα ή σαν την κοιλίτσα του μωρού».
Και τη βρίσκουν στη χώρα των πουλιών, που την ονομάζουν «Νεφελοκοκκυγία».
Τα πουλιά δέχονται τους δύο ξένους, τους δίνουν φτερά και όλοι μαζί ρίχνονται με ενθουσιασμό στην ανοικοδόμηση ενός τείχους στους αιθέρες, που αποκόπτει την επικοινωνία ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Η ευδαιμονία της νέας πολιτείας στηρίζεται σε αυτή την πρωτόγνωρη ιδέα.
Φαντασία και πραγματικότητα, άνθρωποι, θεοί και ζώα μπλέκονται μοναδικά σε έναν κόσμο που έχει τη σοβαρότητα του παιχνιδιού, τη ρευστότητα του ονείρου και τη γλυκιά μελαγχολία της ζωής.
Μια παράσταση που δοκιμάζει να δει τον Αριστοφάνη με καθαρό βλέμμα, με στόχο να ακουστεί και να αγαπηθεί από την αρχή ο λόγος του κορυφαίου Αττικού κωμωδού.
Ένας θίασος «που θέλει να πετάξει πέφτοντας», που αναζητά, τολμά και αναμετριέται με «μια ευτυχία άπιαστη, τόσο μεγάλη που δεν μπορείς να την πεις και δεν μπορείς να την πιστέψεις».