Captain Phillips… έρχεται στο σπίτι

Τα σενάρια που βασίζονται σε αληθινές ιστορίες έχουν εξ ορισμού ένα μειονέκτημα: Είναι αρκετοί εκείνοι που γνωρίζουν την έκβαση της υπόθεσης.

Έτσι, εναπόκειται στο σκηνοθέτη να μεταφέρει την ταινία από το χαρτί στο πανί, δημιουργώντας κάτι συναρπαστικό∙ κάτι που θα το απολαύσουν τόσο αυτοί που δεν έχουν ιδέα για το θέμα όσο και εκείνοι που κάτι έχουν ακούσει σχετικά. Ο Βρετανός σκηνοθέτης και πρώην δημοσιογράφος Πολ Γκρίνγκρας έχει αυτή την ικανότητα. Καταφέρνει να δημιουργεί σασπένς από το πρώτο κιόλας ημίωρο, είτε σκηνοθετεί φιλμ αμιγούς μυθοπλασίας («Στη Σκιά των Κατασκόπων», «Το Τελεσίγραφο του Μπορν»), είτε ταινίες που αναφέρονται σε γνωστά γεγονότα, όπως η «Πτήση 93», με θέμα το αεροσκάφος της United που έπεσε στους δίδυμους πύργους. Εδώ αφηγείται το χρονικό μιας πειρατείας που έλαβε χώρα τον Απρίλιο του 2009, όταν τέσσερις Σομαλοί πειρατές κατάφεραν να αναρριχηθούν στο Μερσκ Αλαμπάμα, εμπορικό πλοίο υπό αμερικανική σημαία. Κράτησαν όμηρο τον πλοίαρχο Ρίτσαρντ Φίλιπς, ζητώντας λύτρα και προκαλώντας την κινητοποίηση του αμερικανικού Ναυτικού και την επέμβαση των Ειδικών Δυνάμεων. Ως ναυτική περιπέτεια από χολιγουντιανό στούντιο το «Captain Phillips» δεν κρύβει εκπλήξεις. Ωστόσο, δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις τον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης χειρίζεται το θέμα∙ πώς δημιουργεί πειστικούς χαρακτήρες, πώς κλιμακώνει τη δράση, πώς ανεβάζει τους τόνους, ειδικά στο κλειστοφοβικό περιβάλλον της σωσίβιας λέμβου, και πώς τελικά παραδίδει ένα υποδειγματικό θρίλερ, γυρισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου στο ανοιχτό πέλαγος.

Το transfer της Sony προέρχεται από μήτρα 4Κ. Κορυφαίο από κάθε άποψη, αποδίδει εξαιρετικά κάθε πλάνο που τράβηξαν οι εννέα διαφορετικές κάμερες που χρησιμοποιήθηκαν στα γυρίσματα. Η αισθητική που κυριαρχεί είναι εκείνη των λήψεων χωρίς «φτιασίδια», κάτι που έχει ως αποτέλεσμα μια εικόνα άκρως ρεαλιστική, από τον αυτοκινητόδρομο που φαίνεται μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου που οδηγεί ο Φίλιπς (στην αρχή), μέχρι τις σκουριές στις λαμαρίνες του πλοίου και τα κύματα στην παραλία από όπου ξεκινούν οι πειρατές. Η λεπτομέρεια είναι άριστη –κοντινά στα πρόσωπα των ηθοποιών, υφή των ρούχων, λαδομπογιές στο πλοίο. Τα χρώματα είναι ζωηρά, ζεστά, και η παλέτα πλούσια∙ το παρατηρείς στα πολύχρωμα κοντέινερ, στους διάφορους χώρους του πλοίου, αλλά και στην έντονα πορτοκαλί σωσίβια λέμβο που κάνει αντίθεση με τη θάλασσα και με τα σκάφη του Ναυτικού που την κυκλώνουν. Το μαύρο δεν δείχνει τόσο πλούσιο στις πολύ σκοτεινές σκηνές, αλλά αυτό μάλλον εντάσσεται στην όλη αισθητική. Εξίσου εντυπωσιακή είναι και η ηχητική μπάντα, καλοδουλεμένη, χωρίς να πρόκειται για ταινία δράσης με πυροβολισμούς και εκρήξεις κάθε τρεις και μία. Τα πίσω κανάλια είναι γεμάτα πληροφορία, είτε πρόκειται για στάνταρτ ατμόσφαιρες (αεροδρόμιο) είτε για λιμάνι με τους γερανούς που φορτώνουν κοντέινερ είτε για το πλοίο που αρμενίζει στο πέλαγο. Η μουσική παίζει ιδιαίτερο ρόλο, εντείνοντας το σασπένς όπου χρειάζεται, ενώ δεν λείπουν τα ηχητικά… καλούδια με χαμηλές συχνότητες (προσέξτε τη στιγμή που η σωσίβια λέμβος αποκολλάται και σκάει στη θάλασσα). Παρά τις 4 υποψηφιότητες, η ταινία δεν απέσπασε καμία Χρυσή Σφαίρα. Απομένει να δούμε εάν θα τα καταφέρει στα Όσκαρ (2 Μαρτίου), όπου διεκδικεί έξι αγαλματίδια.

Από τον Μιλτιάδη Σαλβαρλή για το tvwars.gr