Παρακολουθούμε πολλές φορές στην τηλεόραση διάφορους πολιτικούς να βγάζουν ομιλίες ή να συζητάνε στα πάνελ των ειδήσεων και να τάζουν λαγούς με πετραχήλια. Είμαστε σχεδόν σίγουροι κάθε φορά ότι λένε ψέματα, αλλά αυτό είναι κάτι που συμπεραίνουμε κυρίως εκ πείρας. Υπάρχουν όμως, σύμφωνα με ειδικούς, κάποια πράγματα που προδίδουν τον ψεύτη και αυτά θα παραθέσουμε παρακάτω.
Ακόμα και ο καλύτερος ψεύτης, όσο ανέκφραστος και αν είναι, όταν ψεύδεται, μπορεί να προδοθεί από σύντομες ακούσιες συναισθηματικές εκφράσεις του ψέματος στο πρόσωπό του. Αυτές οι εκφράσεις, σύμφωνα με μια έρευνα του πανεπιστημίου Dalhousie στον Καναδά, δείχνουν την πραγματική πνευματική κατάσταση ενός ανθρώπου που ψεύδεται.
Μολονότι οι ξαφνικές συναισθηματικές εκφράσεις στο πρόσωπο κάποιου μαρτυρούν ένα ενδεχόμενο ψέμα, ένας ερευνητής βρήκε πως μικρές κινήσεις στους μύς του προσώπου –όπως οι ζυγωματικοί και οι σφιγκτήρες του βλεφάρου– μπορούν επίσης να προδώσουν έναν ψεύτη. Ο κοινωνικός ψυχολόγος Mark Frank χρησιμοποίησε ειδικό λογισμικό για να αναλύσει διάφορες εκφράσεις του προσώπου, ορμώμενος από μία έρευνα σχετικά με την εξελεγκτική φύση των συναισθημάτων και την έκφρασή της, η οποία δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα eurekalert. Μικροεκφράσεις στο πρόσωπο όπως διάφορα τικ, χαμόγελα, συνοφρυώσεις και ρυτίδες αποτελούν καθρέπτη του ψυχικού κόσμου ενός ανθρώπου, ακόμη και αν αυτός προσπαθεί να κρύψει τα συναισθήματά του. Το σύστημα του Frank μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για να αποκαλυφθούν πιθανοί εγκληματίες, αλλά και να προληφθούν ενδεχόμενες τρομοκρατικές ενέργειες. Ο Frank όμως προειδοποιεί πως το σύστημα που ανέπτυξε μπορεί μόνο να δώσει την πληροφορία για το αν υπάρχουν ή όχι ισχυρές ενδείξεις όσον αφορά στο αν λέει κάποιος ψέματα και όχι να αποδείξει ότι λέει ψέματα.
Τα μάτια μπορούν επίσης να προδώσουν έναν ψεύτη, ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονται επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Utah. Οι εν λόγω επιστήμονες σχεδίασαν μια τεχνολογία η οποία χρησιμοποιεί μια κάμερα και ένα λογισμικό που ανιχνεύει τις κινήσεις των ματιών, τις καταγράφει και μετράει τη νοητική αντίδραση. Εν αντιθέσει, ένας τυπικός ανιχνευτής ψεύδους μετράει τη συναισθηματική αντίδραση ενός ανθρώπου. Η τεχνολογία όμως που σχεδιάστηκε στο πανεπιστήμιο της Utah πάει ένα βήμα παραπέρα, μετρώντας επιπλέον μεταβλητές στις οποίες περιλαμβάνεται ο χρόνος που χρειάζεται να απαντήσει κάποιος μια ερώτηση, να διαβάσει ή ακόμα και να ξαναδιαβάσει μια ερώτηση καθώς και το πόσα σφάλματα έχουν γίνει. Όλες αυτές οι μεταβλητές εισάγονται στο σύστημα προκειμένου να εξαχθεί μια καθαρότερη εικόνα της νοητικής κατάστασης ενός ατόμου. Οι ερευνητές ελπίζουν πως αυτή η τεχνολογία θα μπορέσει να ενταχθεί ως ένα επιπλέον όπλο στο οπλοστάσιο υπηρεσιών ασφαλείας που ήδη χρησιμοποιούν τους τυπικούς ανιχνευτές ψεύδους.
Όπως μπορεί να ομολογήσει ο καθένας που έχει έρθει αντιμέτωπος με έναν κακό ψεύτη, υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να είναι συνεπείς στα λεγόμενά τους. Ωστόσο, ακόμα και οι πιο ταλαντούχοι ψεύτες μπορεί να υποκύψουν στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν οικεία μοτίβα λόγου που υποδεικνύουν ότι η ιστορία τους είναι αληθινή. Σε μια έρευνα που δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό Forensic Psychiatry, ο καθηγητής ψυχολογίας του UCLA, R. Edward Geiselman, και οι συνεργάτες του αποκαλύπτουν τα μοτίβα λόγου που έχουν ανιχνεύσει και τα οποία είναι συνήθως τα σημεία κλειδιά για την ανακάλυψη του ψέματος. Οι ψεύτες πολύ συχνά δίνουν λίγες λεπτομέρειες, έχουν την τάση να επαναλαμβάνουν ερωτήσεις, παρακολουθούν ενεργά τις αντιδράσεις των ακροατών τους, μιλούν με κομμάτια προτάσεων και πολλά άλλα. Προκειμένου να ανακαλύψει το ψέμα, ο Geiselman και η ομάδα του πρότεινε οι ακροατές να ακούσουν την ιστορία των πιθανών ψευτών με αντίστροφη χρονική σειρά, να κάνουν ερωτήσεις ανοικτού τύπου και να μην διακόπτουν ποτέ.
Αν η πηγή του ψέματος είναι ο εγκέφαλος, δεν θα ήταν πιθανό να δούμε απλώς αν αυτή η συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου που σχετίζεται με την απάτη είναι ενεργή όταν ο άνθρωπος ψεύδεται; Οι επιστήμονες προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τη λειτουργική απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (functional magnetic resonance imaging (fMRI)) σαν ανιχνευτή ψεύδους. Σε μια έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Proceedings of the National Academy of Sciences το 2009, ο Joshua Greene, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ απέδειξε ότι «οι περιοχές του προμετωπιαίου φλοιού των εθελοντών επέδειξαν ιδιαίτερη ενεργητικότητα». Ωστόσο, όπως παραδέχεται ο Greene, η τεχνική αυτή δεν μπορεί να εντοπίσει τη διαφορά μεταξύ κάποιου που σκοπεύει να πει ψέματα και κάποιου που σκέφτεται αν θα πρέπει να πει ψέματα. Παρά αυτού τους είδους τους περιορισμούς της τεχνολογίας, τουλάχιστον δυο εταιρίες έχουν προσφέρει υπηρεσίες ανίχνευσης ψεύδους χρησιμοποιώντας τη συγκεκριμένη τεχνική. Αυτή η εφαρμογή έχει οδηγήσει ορισμένους ακαδημαϊκούς επιστήμονες να θεωρούν ότι η εν λόγω τεχνική δεν είναι καλύτερη από το τεστ αληθείας. Παρόλο που οι έρευνες αυτές έχουν στην παρούσα φάση τους επικριτές τους, οι προσπάθειες γίνονται για κάποιο λόγο. Μια έρευνα του 2005 από το πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας που δημοσιεύτηκε στο βρετανικό περιοδικό Ψυχιατρικής απέδειξε ότι υπάρχουν εγκεφαλικές ανωμαλίες στους ανθρώπους που είναι κατά συρροή ψεύτες. «Οι ψεύτες είχαν σημαντικά περισσότερη λευκή ουσία και ελάχιστα λιγότερη φαιά ουσία από ό,τι εκείνοι με τους οποίους συγκρίθηκαν», σύμφωνα με δελτίου τύπου που ανακοινώθηκε στην Science Daily. H λευκή ουσία μπορεί να βοηθήσει τους ψεύτες, καθώς χρειάζονται επιπλέον διανοητική προσπάθεια για να κατασκευάσουν πληροφορίες.
Οι ψεύτες μπορεί να φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρονται και πολύ για το γεγονός ότι λένε ψέματα, όμως το πρόσωπό τους φαίνεται να θερμαίνεται όταν δεν λένε την αλήθεια, σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη από τη Mayo Clinic και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature το 2002. Στο 80% των περιπτώσεων που μελετήθηκαν για το πείραμα, η θερμοκρασία του προσώπου άλλαξε δραστικά όταν ο άνθρωπος έλεγε ψέματα. Χρησιμοποιώντας τεχνολογία υψηλής ανάλυσης με θερμικές εικόνες, ένας ερευνητής μπορεί να παρατηρήσει αυτές τις αλλαγές για να αξιολογήσει την ειλικρίνεια των λόγων των συμμετεχόντων.
Τέλος, παρόλο που η ανάλυση του γραφικού χαρακτήρα θεωρείται συχνά ψευδοεπιστήμη, μπορεί να έχει μια νόμιμη εφαρμογή στην προσπάθεια ανίχνευσης ψεύδους, σύμφωνα με τους ερευνητές του πανεπιστημίου Haifa στο Ισραήλ. Χρησιμοποιώντας ένα εργαλείο μέσω υπολογιστή για να ανιχνεύσουν τις κινήσεις του χεριού, οι ερευνητές απέδειξαν ότι ορισμένα στοιχεία, όπως η διάρκεια που το στυλό είναι στο χαρτί κι όχι στον αέρα, το μήκος, ύψος και πλάτος της κάθε γραμμής που γράφεται, η πίεση που ασκείται στην επιφάνεια γραφής, μπορεί να αποτελούν σημάδια για το αν κάποιος πρόκειται να γράψει μια αναληθή πρόταση. Αυτή η τεχνολογία αναμένεται να συνδυαστεί με τους ανιχνευτές ψεύδους του προφορικού λόγου