Συνολικά τέσσερεις Έλληνες καλλιτέχνες έχουν βραβευτεί με την ύψιστη κινηματογραφική διάκριση
Το 1944 η Κατίνα Παξινού δεν έγινε μόνο η πρώτη Ελληνίδα που κράτησε στα χέρια της το Όσκαρ. Έγινε και η πρώτη μη Αμερικανίδα που τιμήθηκε με το βραβείο της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Από τότε έχουν περάσει 73 χρόνια. Κι ενώ οι ελληνικές υποψηφιότητες μετρούνται σε δεκάδες, το χρυσό αγαλματίδιο έχουν κρατήσει μαζί με την Κατίνα Παξινού συνολικά τέσσερις Έλληνες: Ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Βασίλης Φωτόπουλος, ο Κώστας Γαβράς και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου.
Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν οι «οσκαρικοί» ελληνικής καταγωγής: ο ένας είναι ο Ελία Καζάν των τριών Όσκαρ (για τη «Συμφωνία Κυρίων», το «Λιμάνι της Αγωνίας» και το σύνολο της καριέρας του) και των πέντε υποψηφιοτήτων (τρεις για το «Αμέρικα Αμέρικα» και δύο για το «Ανατολικά της Εδέμ»). Ο άλλος είναι ο πιονέρος του αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά Τζον Κασεβέτης. Ο τελευταίος, πάντως, κέρδισε την πρώτη του υποψηφιότητα το 1967 ως ηθοποιός και όχι ως σκηνοθέτης για την ταινία «Και οι 12 ήταν καθάρματα». Η χρονιά του ως δημιουργός είναι το 1968 με τα «Πρόσωπα», ταινία που κέρδισε τρεις υποψηφιότητες (καλύτερου σεναρίου, καλύτερου β' ανδρικού και καλύτερου β΄ γυναικείου ρόλου). Θα ακολουθήσουν δυο υποψηφιότητες το 1974 για το «Μια γυναίκα εξομολογείται» (καλύτερης σκηνοθεσίας και α' γυναικείου ρόλου) και μια υποψηφιότητα α' γυναικείου ρόλου το 1980 για τη «Γκλόρια».
Στη νεότερη γενιά βρίσκουμε δυο ονόματα: τον Αλεξάντερ Πέιν Παναγιωτόπουλο και τον Τζορτζ Μίλερ, τον ελληνικής καταγωγής Αυστραλό σκηνοθέτη που κέρδισε το Όσκαρ για την ταινία κινουμένων σχεδίων «Happy Feet», ήταν υποψήφιος για το «Λορέντσο», ενώ απέσπασε δέκα υποψηφιότητες για την τελευταία συνέχεια του Μαντ Μαξ. H ευαίσθητη ματιά του Αλεξάντερ Πέιν αναγνωρίστηκε από το 1999 με μια υποψηφιότητα καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου για το «Σκάνδαλα στα θρανία». Το «Πλαγίως» θα αποσπάσει πέντε υποψηφιότητες κι αυτή τη φορά το Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου θα γίνει δικό του, όπως και για την ταινία «Οι απόγονοι». Η «Νεμπράσκα» θα διεκδικήσει έξι βραβεία. Κι ένα από αυτά είναι για τον ελληνικής καταγωγής διευθυντή φωτογραφίας Φαίδωνα Παπαμιχαήλ.
Οι «ελληνικές» χρονιές των Όσκαρ είναι τρεις. Το 1960 με το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν, όταν η Μελίνα Μερκούρη χάνει το Όσκαρ α' γυναικείου ρόλου από την Λιζ Τέιλορ, αλλά το κερδίζει ο Μάνος Χατζιδάκις για τα «Παιδιά του Πειραιά». Υποψήφια για Όσκαρ κουστουμιών ήταν επίσης η Θεώνης Βαχλιώτη-Aldredge που διεκδίκησε επίσης ένα ακόμη Όσκαρ με τη «Φαίδρα» του Ζιλ Ντασέν και τελικά βραβεύτηκε το 1974 για τον «Υπέροχο Γκάτσμπι» με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στον ομώνυμο ρόλο.
Το 1964 είναι η χρονιά του Ζορμπά και (για ακόμη μια φορά) του Μιχάλη Κακογιάννη. H ταινία θα αποσπάσει επτά υποψηφιότητες, ανάμεσα στις οποίες καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και διασκευασμένου σεναρίου. Τελικά θα φύγει με τρία Όσκαρ: καλύτερου β' γυναικείου ρόλου, καλύτερης φωτογραφίας και καλύτερης καλλιτεχνικής διεύθυνσης, βραβείο που θα απονεμηθεί στον Βασίλη Φωτόπουλο. Ο Μιχάλης Κακογιάννης θα είναι και πάλι υποψήφιος με την «Ηλέκτρα» το 1962 στην κατηγορία των ξενόγλωσσων φιλμ (χρονιά που απέσπασε το Όσκαρ β' ανδρικού ρόλου ο Ελληνοαμερικανός Τζορτζ Τσακίρης για το μιούζικαλ «West side story») και το 1977 με την «Ιφιγένεια».
Ο άλλος «συνήθης ύποπτος» στην κατηγόρια της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας είναι ο Βασίλης Γεωργιάδης. Ο σημαντικός Έλληνας σκηνοθέτης θα διεκδικήσει δυο φορές το Όσκαρ: με τα «Κόκκινα φανάρια» το 1963 (αλλά βρήκε απέναντί του το «8½ του Φεντερίκο Φελίνι) και με το «Χώμα βάφτηκε κόκκινο» το 1965, ενώ στην Ακαδημία είχαν υποβληθεί ως πρόταση και τα «Κορίτσια στον ήλιο», χωρίς να φτάσουν όμως στην τελική πεντάδα.
Η τρίτη «ελληνική» -και πιο πολιτική- χρονιά είναι το 1969 με το «Ζ» του Κώστα Γαβρά. Η ταινία θα προταθεί για τρία Όσκαρ (καλύτερης σκηνοθεσίας, καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου για τον Κώστα Γαβρά και τον Ισπανό συγγραφέα Χόρχε Σεμπρούν και καλύτερης φωτογραφίας), ενώ ο Γαβράς θα γράψει το δικό του κεφάλαιο στην ιστορία των κινηματογραφικών βραβείων με το Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου για τον «Αγνοούμενο», ταινία για την οποία ήταν υποψήφιος και ο Τζακ Λέμον.
Την παράδοση που εγκαινίασε ο Μάνος Χατζιδάκις με τα «Παιδιά του Πειραιά» συνέχισε ο Βαγγέλης Παπαθανασίου το 1982 με ένα Όσκαρ για τους «Δρόμους της φωτιάς» και μια υποψηφιότητα για το «Blade Runner».
Τις περισσότερες υποψηφιότητες στην κατηγορία -συνολικά επτά- έχει πάντως ο Ελληνογάλλος Αλεξάντερ Ντεσπλά. Ό,τι δεν κατάφερε το 2006 με τη «Βασίλισσα», το 2008 με την «Απίστευτη ιστορία του Μπένζαμιν Μπάτον», το 2009 με το «Απίθανο κύριο Φοξ», το 2010 με την «Ομιλία του βασιλιά», το 2012 με το «Επιχείρηση: Argo» και το 2013 με τη «Φιλουμένα», το κατάφερε το 2014 με το «The Grand Budapest Hotel».
Πριν την υποψηφιότητα του Γιώργου Λάνθιμου για τον «Κυνόδοντα» στην κατηγορία των ξενόγλωσσων ταινιών είχαν βραβευτεί ο Ελληνοαμερικανός Ντιν Ταβουλάρις για την καλλιτεχνική διεύθυνση στον «Νονό ΙΙ» (1974) και η Ελληνοαμερικανίδα Ολυμπία Δουκάκη για το «Κάτω από τη λάμψη του Φεγγαριού» (1984). Τα δικά τους Όσκαρ είχαν διεκδικήσει η Χρίστινα Λαζαρίδη για την ταινία μικρού μήκους One Day Crossing και η Ελληνοκαναδή Νία Βαρντάλος για το «Γάμος α λα ελληνικά».
Φέτος είναι η σειρά και πάλι του Γιώργου Λάνθιμου που μαζί με τον Ευθύμη Φιλίππου διεκδικούν το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου για τον «Αστακό», αλλά και της Δάφνης Ματζιαράκη που διεκδικεί το δικό της βραβείο στην κατηγορία ντοκιμαντέρ μικρού μήκους με το «4.1 Miles». Θα προσθέσουν άλλο ένα αγαλματίδιο στην ελληνική συλλογή; Η απάντηση θα δοθεί το βράδυ της 26ης Φεβρουαρίου.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ