Όταν, σε μια στιγμή αδυναμίας, λαχταράμε ένα ντόνατ σοκολάτας ή τρώμε μια σακούλα ζελεδάκια, οι γευστικοί μας κάλυκες κάνουν κουμάντο και καθορίζουν τις πράξεις μας, γιατί φανταζόμαστε τη γεύση του γλυκού και μας τρέχουν τα σάλια. Ωστόσο, θα δελεαζόμασταν τόσο πολύ να φάμε αυτά τα τρόφιμα αν τα γλυκά είχαν τη γεύση του χαρτονιού αντί για αυτήν που έχουν πραγματικά;
Θα δελεαζόμασταν είναι η απάντηση, όπως προκύπτει από μια νέα έρευνα. Αυτό που απέδειξε η έρευνα είναι ότι τελικά δεν είναι η γεύση των τροφίμων αυτών που μας κάνει να θέλουμε να τα τρώμε και μας βάζει σε πειρασμό, αλλά η επίδρασή τους στο ζάχαρο του αίματος μας. Ο εγκέφαλός μας αποκτά μνήμη για το ποια τρόφιμα είναι πλούσια σε θερμίδες και μας οδηγεί να τα αναζητήσουμε.
Οι ερευνητές ήθελαν να δουν ακριβώς πώς λειτουργεί το κύκλωμα του εγκεφάλου, γι' αυτό κι οργάνωσαν ένα πείραμα με 14 ανθρώπους και δέκα χρωματιστά ποτά που περιείχαν τεχνητά γλυκαντικά. Οι συμμετέχοντες στο πείραμα δοκίμασαν τα ποτά και τα αξιολόγησαν ξεχωριστά για το πόσο καλή γεύση έχουν. Οι ερευνητές έπειτα μείωσαν τις επιλογές μόνο στα δυο ποτά τα οποία όλοι οι συμμετέχοντες έβρισκαν εξίσου ουδέτερα στη γεύση. Μέσα στις επόμενες τέσσερις μέρες, οι συμμετέχοντες δοκίμαζαν δείγματα αυτών των δυο ποτών τρεις φορές τη μέρα. Κάτι που δεν γνώριζαν, ωστόσο, ήταν ότι υπήρχε μια σημαντική διαφορά σε αυτό το κομμάτι της έρευνας. Οι ερευνητές είχαν προσθέσει μαλτοδεξτρίνη (έναν άγευστο, άοσμο υδατάνθρακα) 112,5 θερμίδων στο ένα ποτό, ενώ στο άλλο ποσότητα του υδατάνθρακα μηδενικών θερμίδων.
Προκειμένου να δουν τις επιδράσεις του ενός ποτού σε σύγκριση με το άλλο, οι ειδικοί πραγματοποίησαν τρία τεστ, ένα στο αίμα, ένα στον εγκέφαλο και έκαναν και μια έρευνα. Τα δείγματα των εξετάσεων αίματος και οι εξετάσεις στον εγκέφαλο έδειξαν πώς τα επίπεδα ζαχάρου των συμμετεχόντων επηρεάζονταν από τα ποτά, πώς οι περιοχές του εγκεφάλου αντιδρούσαν σε αυτά, ενώ στις ερωτήσεις προς τους συμμετέχοντες τους ζήτησαν να αξιολογήσουν το πόσο γλυκά και νόστιμα τους φάνηκαν τα δείγματα.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι τα ποτά με τις θερμίδες αύξησαν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, γεγονός που δεν προκάλεσε έκπληξη σε κανέναν. Το πιο περίεργο ήταν ότι αυτά τα ποτά ενεργοποίησαν περισσότερη δραστηριότητα στο κέντρο επιβράβευσης του εγκεφάλου και αξιολογήθηκαν ως πιο επιθυμητά, παρόλο που οι συμμετέχοντες δεν τα αντιλήφθηκαν ως πιο γλυκά. Αυτό ήταν ένα σημαντικό χαρακτηριστικό, δηλαδή ενώ οι συμμετέχοντες έβρισκαν τα δυο ποτά εξίσου αρεστά στην αρχή της έρευνας, στη συνέχεια φάνηκε να αρέσκονται στα πιο θερμιδογόνα ποτά.
Αυτό υποδηλώνει ότι παρόλο που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να γευτούν κάτι διαφορετικό στα ποτά, ο εγκέφαλός τους είχε αντιδράσει στις επιδράσεις του θερμιδογόνου ποτού υποδεικνύοντας στο σώμα τους ότι είναι πιο αρεστό ποτό. Με το πέρας των τεσσάρων ημερών, ο εγκέφαλος των ανθρώπων αυτών είχε μάθει να περιμένει την επιβράβευση με ένα τέτοιο ποτό.
Επομένως, δεν είναι ακριβώς ότι οι γευστικοί μας κάλυκες συνδέουν την καλή γεύση με τις θερμίδες, αλλά περισσότερο ότι ο εγκέφαλος μας μαθαίνει να συνδέει μια γεύση με την ικανότητά της να αυξήσει το ζάχαρο.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που οι επιστήμονες κατάφεραν να ανοίξουν αυτό το θέμα και να δουν πραγματικά πώς λειτουργεί ο μεταβολισμός της γλυκόζης στον οργανισμό. Αναγνωρίζοντας τα νευρικά κυκλώματα που σχετίζονται με τον πόθο μας για ζάχαρη, οι ειδικοί ίσως έκαναν βήματα στο να βρουν ποια από αυτά τα κυκλώματα είναι υπεύθυνα για την ροπή κάποιων ανθρώπων στην παχυσαρκία.