«Δικτατορία, λογοτεχνία, λογοκρισία» ήταν ο τίτλος της ημερίδας που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα εκδηλώσεων της Βουλής των Ελλήνων στο πλαίσιο της έκθεσης «Σκοτεινή επταετία 1967-1974: η δικτατορία των συνταγματαρχών».
Συγγραφείς, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και κριτικοί λογοτεχνίας συναντήθηκαν στην ημερίδα που διοργάνωσε στις 18/11 το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για να συζητήσουν τους τρόπους με τους οποίους αντιστάθηκε η λογοτεχνία στο δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου, όπως και τις μεθόδους λογοκρισίας τις οποίες εφάρμοσε το τελευταίο προκειμένου να θέσει υπό τον έλεγχό του κάθε δημοκρατική φωνή.
"Ο περιορισμός της ελευθερίας του λόγου που επέβαλε η χούντα ήταν απόλυτος» παρατήρησε η Ελισάβετ Κοτζιά, αμέσως μετά την κήρυξη των εργασιών της ημερίδας από τον γενικό Γραμματέα του ιδρύματος της Βουλής Παύλο Σούρλα: «Ακόμα κι όταν οι δικτάτορες προχώρησαν σε άρση της λογοκρισίας, η ελευθερία του λόγου δεν επέστρεψε γιατί δεν είχαν αλλάξει οι συσχετισμοί στο πολιτικό πεδίο. Παρόλα αυτά, μέσα σε ένα τόσο ασφυκτικό πλαίσιο, η λογοτεχνία άρχισε βαθμιαία να αντιστέκεται στη δικτατορία και τη λογοκρισία».
Σε ένα από τα πιο συζητημένα περιοδικά της επταετίας, τη «Συνέχεια», που έβγαλε μόνο οκτώ τεύχη, αλλά πρόλαβε με αυτά να αφήσει το στίγμα μιας στιβαρής πολιτισμικής αντίστασης, αναφέρθηκε ο Μιχάλης Μπακογιάννης: «Το περιοδικό δημοσίευε υπαινικτικά λογοτεχνικά κομμάτια, αλλά και κείμενα πολιτικού λόγου, που συντονίστηκαν με το κλίμα το οποίο επικρατούσε στις αντιδικτατορικές οργανώσεις, όπως και με το ξεκίνημα των φοιτητικών κινητοποιήσεων εναντίον του καθεστώτος. Θεμελιώδης αρχή των ανθρώπων που ανέλαβαν να εκδώσουν το περιοδικό ήταν ο απόλυτος σεβασμός της διαφωνίας, η πεποίθηση ότι η διαφωνία αποτελεί απαράβατο δικαίωμα, αλλά και αναντικατάστατη πηγή του δημοκρατικού διαλόγου. Η μεγαλύτερη, όμως, συμβολή του περιοδικού ήταν ότι συσπείρωσε στις τάξεις του διανοούμενους με διαφορετικές (έως και αλληλοαντικρουόμενες) ιδεολογίες. Όσο για το κλίμα εκφοβισμού που δημιούργησε η χούντα εναντίον των συνεργατών της ''Συνέχειας'', με τις διαρκείς διώξεις και συλλήψεις, ουδόλως έκαμψε το αντιστασιακό τους φρόνημα».
Για την «επίθεση της σιωπής» μίλησε από τη μεριά του ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, εξηγώντας πως η ιδέα να σιωπήσουν οι συγγραφείς κατά τη διάρκεια της χούντας (να αρνηθούν οποιαδήποτε δημοσίευση) ανήκει στον Στρατή Τσίρκα: «Πολλοί ήταν εκείνοι που δεν έβλεπαν με καλό μάτι αυτή την ιδέα. Σταδιακά, ωστόσο, η πρόταση του Τσίρκα άρχισε να βρίσκει ανταπόκριση και να ενώνει τους συγγραφείς της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς οι οποίοι προερχόμενοι από την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο είχαν μεγάλες πολιτικές διαφορές μεταξύ τους, Οι δηλώσεις του Γιώργου Σεφέρη και της ομάδας των Δεκαοκτώ υπογράμμισαν το πολιτικό βάρος της σιωπής ενώ από την απέναντι όχθη το καθεστώς συνέχισε να προγράφει βιβλία επικαλούμενο το φόβητρο του κομμουνισμού. Η λογοκρισία, όμως, γέννησε και κάτι θετικό αφού η λογοτεχνία αναγκάστηκε να δημιουργήσει μια καινούργια επινοητικότητα και μια νέα γραφή».
Στη συνέχεια Αλέξης Ζήρας μίλησε για τα εσωτερικά μέτωπα που σχηματίστηκαν στη λογοτεχνία της αντίστασης, αναφερόμενος και στις τεχνοτροπίες οι οποίες πήγασαν από τις αναζητήσεις της εποχής, ενώ ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου έκανε μια καταγραφή των μεταπολεμικών και των μεταπολιτευτικών πεζογράφων οι οποίοι απεικόνισαν στα βιβλία τους τα έργα και τις ημέρες της χούντας.
Στη συζήτηση η οποία ακολούθησε ο Θανάσης Βαλτινός, ο Νάσος Βαγενάς και ο Διονύσης Καψάλης ανακίνησαν εικόνες και μνήμες της νεανικής ή και της εφηβικής τους ηλικίας από τα χρόνια της χούντας ενώ ο Δημήτρης Ραυτόπουλος εξιστόρησε τα πεπραγμένα της λογοκρισίας σε άλλες χώρες την ίδια περίοδο.
Προλογίζοντας την ημερίδα, ο Πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης παρατήρησε ότι μολονότι έχουν δημοσιευτεί πλήθος μελέτες για την εποχή της χούντας, παραμένει η ανάγκη να φωτιστούν κάποια ακόμα ζητήματα, όπως, μεταξύ άλλων, η ανοχή την οποία επέδειξαν ορισμένα τμήματα του πληθυσμού απέναντι στους δικτάτορες. Από την πλευρά του, ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής Απόστολος Κακλαμάνης σημείωσε πως η περαιτέρω μελέτη των φαινομένων της δικτατορίας θα λειτουργήσει διαφωτιστικά για τους νέους.