Ενενήντα χρόνια συμπληρώνονται αυτή την εβδομάδα από τη γέννηση του Μανόλη Αναγνωστάκη και στον δήμο Θεσσαλονίκης έχουν ξεκινήσει ήδη οι προετοιμασίες για μια σειρά εκδηλώσεων που θα κορυφωθούν τον Οκτώβριο με τη διοργάνωση έκθεσης τεκμηρίων και μαρτυριών για την ποίηση και το έργο του.
Τιμώντας τα ενενηντάχρονα από τη γέννηση και τα δεκάχρονα από τον θάνατο του τέκνου του, ο δήμος Θεσσαλονίκης έχει ανακηρύξει το 2015 έτος Μανόλη Αναγνωστάκη. Στις 23 Ιουνίου, ημέρα του θανάτου του, θα πραγματοποιηθεί βραδιά λόγου και μουσικής με ομιλίες, απαγγελίες και μουσικό πρόγραμμα. Θα μιλήσουν οι Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου και ο Μίλτος Πολυβίου, θα παίξει ο μουσικός Λευτέρης Καραγιάννης και θα διαβάσουν ο ηθοποιός Δημήτρης Ναζίρης και η φιλόλογος Βικτωρία Καπλάνη.
Ο Δήμος έχει αποφασίσει επίσης να ονομάσει Πλατεία Μανόλη Αναγνωστάκη το πλάτωμα μεταξύ των οδών Αμύντα, Φιλίππου και Πλάτωνος. Η πλατεία βρίσκεται ανάμεσα στο σπίτι του ποιητή και τα σχολεία στα οποία φοίτησε. Στις 15 Οκτωβρίου θα εγκαινιαστεί στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού η έκθεση τεκμηρίων με τίτλο «Μιλώ». Ομιλητής θα είναι ο Γιώργος Ζεβελάκης. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι και τις 15 Δεκεμβρίου με επιμέλεια της κοινωνικής ανθρωπολόγου και λαογράφου Ελεωνόρας Σκουτέρη-Διδασκάλου.
Το ποιητικό έργο του Αναγνωστάκη καλύπτει μια πλήρη τριακονταετία. Ξεκινάει με τις «Εποχές» (από το 1941 μέχρι το 1950), ανδρώνεται με τις «Συνέχειες» (από το 1953 μέχρι το 1963) και ολοκληρώνεται με τον «Στόχο» (1971). Μια τελευταία νότα θα δώσει ο ποιητής με το «Περιθώριο '68-'69» (1979) και το «Υ.Γ.» (1983). Στη δουλειά του θα πρέπει να συνυπολογιστούν τα κριτικά του κείμενα (συγκεντρωμένα σε δύο τόμους), το σατιρικό δοκίμιο «Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης» (1987), η ανθολογία «Η χαμηλή φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς» (1990), καθώς και μια συνέντευξη-παρακαταθήκη, που δόθηκε στον Μισέλ Φάις και δημοσιεύτηκε μεταθανατίως υπό τον τίτλο «Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά» (2011).
Στοχαστικός, με έντονο σκεπτικισμό, όπως και βυθισμένος στις σκληρές μνήμες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, ο Αναγνωστάκης δεν ξεκόβει ποτέ από την παράδοση του λυρισμού, με την οποία και τον ενώνουν ακατάλυτοι δεσμοί. Από τα ποιήματά του απουσιάζει, ωστόσο, εξαρχής οποιοδήποτε στοιχείο έξαρσης ή διαστολής. Χαμηλόφωνος, συνομιλητικός, καχύποπτος απέναντι σε οτιδήποτε μπορεί να δείξει φανταχτερό και μεγαλόσχημο, ο ποιητής πενθεί σιωπηρά τις απώλειές του. Πενθεί για τους φίλους που αφανίστηκαν στα δύσκολα χρόνια, για την επαναστατική ιδεολογία που μεταμορφώθηκε σε σύστημα κλειστού πολιτικού ελέγχου, για τους ατέλειωτους συμβιβασμούς της καθημερινότητας, αλλά και για τις ευκαιρίες της ζωής που πέταξαν εν μία νυκτί μακριά. Και η γλώσσα του μεταπηδά βαθμιαία από τον θρήνο στην οργή, από την οργή στον σαρκασμό και την ειρωνεία και από την ειρωνεία στην αφαιρετική, αποστασιοποιημένη διατύπωση, με έναν τρόπο που κάνει τα πάντα να δείχνουν μάταια και οριστικά τελειωμένα. Μια από τις πιο αξιοπρόσεκτες φωνές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο Αναγνωστάκης κερδίζει αμέσως με τον απογυμνωμένο λυρικό του λόγο τον αναγνώστη. Η απουσία οποιασδήποτε προσποίησης στον στίχο του, η σχεδόν φυσική εκφορά του και η εκ πεποιθήσεως εκφραστική του λιτότητα μας συστήνουν ένα έργο μονίμως ανοιχτό και εν προόδω: ένα έργο το οποίο εκφράζει τόσο τις ιστορικές και πολιτικές περιπέτειες των προδικτατορικών ετών όσο και την καθημερινή ασφυξία του καιρού μας.
Από την τελευταία του συνέντευξη αξίζει τον κόπο να κρατήσουμε το προσωπικό του πιστεύω για την τέχνη των ποιητών.
Η ποίηση, δηλώνει ο Αναγνωστάκης, είναι προϊόν της θέρμης και της αδιαμεσολάβητης ματιάς της νιότης, εκπροσωπώντας μια πρώιμη περίοδο της ανθρωπότητας. Όσο ενηλικιώνεται ο κόσμος, η ποίηση υποχωρεί, για να παραχωρήσει τα πρωτεία στην πεζογραφία και στο δοκίμιο, που εξυπηρετούν λειτουργικότερα τον ώριμο νου. Η ποίηση αντλεί από τα νιάτα το ορμέμφυτο και την αμεσότητά της, που θα σβήσουν μοιραίως με την πάροδο του χρόνου, ακόμα κι αν ο ποιητής θα συνεχίσει να δίνει με πείσμα τον καλόν αγώνα. Όπως το έκανε ο ίδιος μέχρι το τέλος της ζωής του.