Τσοχατζόπουλος: Κατάπτυστο, απαράδεκτο και ανήθικο το κατηγορητήριο

“Κατάπτυστο, απαράδεκτο και ανήθικο” χαρακτήρισε το εις βάρος του κατηγορητήριο ο πρώην υπουργός Άκης Τσοχατζόπουλος, κατά τη διάρκεια της σημερινής συνεδρίασης του δικαστηρίου.

Με την ολοκλήρωση των καταθέσεων των συνολικά 11 μαρτύρων κατηγορίας, ο πρώην υπουργός ζήτησε τον λόγο και επανέφερε το αίτημά του για κλήτευση των μελών του ΚΥΣΕΑ, της περιόδου 1998-1999, ενώ ζήτησε και την αποφυλάκιση της συζύγου του.

“Τελειώσαμε με τους μάρτυρες και προχωρούμε στο επόμενο στάδιο. Επειδή εγώ έκανα μια δήλωση πριν δέκα ημέρες και βλέποντας τα αποτελέσματα στην κοινωνία σε σχέση και με τους μάρτυρες, επιμένω ότι δεν πρέπει να συνεχίσουμε να χάνουμε πολύτιμο χρόνο αγνοώντας τον πυρήνα και την ουσία αυτής της υπόθεσης. Μετά από τόσον καιρό, που έλειψα, μου έκανε τρομακτική εντύπωση πώς μπορεί να ασχολείται το δικαστήριό σας με αλλά θέματα, ενώ αυτό που πρέπει να εξετάσει είναι η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για την απόφαση του ΚΥΣΕΑ για ένα εθνικό θέμα. Μετά τα Ίμια υπήρχε μεγάλο πρόβλημα στη χώρα και ο τότε πρωθυπουργός έβαλε θέμα για την ενίσχυση της άμυνας και της ανταπόδοσης της χώρας ως νέα κυβέρνηση. Η τεράστια οικονομική κρίση έχει διαλύσει τα πάντα. Οι συνέπειες φαίνονται παντού. Βλέπουμε να γίνονται παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη. Βλέπουμε να αλλάζει ο ρόλος των δικαστικών λειτουργών. Το ζήσαμε στο πετσί μας εμείς που διωκόμαστε βάσει ενός κατάπτυστου απαράδεκτου και ανήθικου κατηγορητηρίου. Στη Βουλή διαπιστώθηκε ότι ήταν πλαστό σε κάποια σημεία και κατασκευασμένο στα υπόλοιπα, καθώς δεν υπάρχει ούτε ίχνος δωροδοκίας” τόνισε ο Άκης Τσοχατζόπουλος.

Ερωτηθείς από τον πρόεδρο του δικαστηρίου αν συνδέει την παραμονή του εκεί με το ΚΥΣΕΑ, απάντησε: “Ανησυχώ, κύριε πρόεδρε. Είμαι 12 μήνες μέσα εγώ και η οικογένειά μου”, ενώ όταν ο πρόεδρος σχολίασε ότι αυτός ο ίδιος καθυστερεί τη διαδικασία, ο κ. Τσοχατζόπουλος σημείωσε: ”Είμαστε υποχρεωμένοι, μετά από τόσους μήνες, να αποδείξουμε ότι υπάρχουν ψευτιές, στημένα ψεύδη και σκευωρίες. Υπάρχει μια πολιτική δίωξη που κυνηγάει εμένα και την οικογένειά μου από το 2010, που πέτυχε να δημιουργήσει μια καταστροφική επικοινωνιακά εικόνα από την τότε ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, και επομένως αυτά τα πράγματα οφείλουμε να τα φέρουμε στο δικαστήριό σας. Άρχισε να πορεύεται από δικαστικο-πολιτικά κέντρα και ειδικά στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Θα τα βρούμε αυτά τα κέντρα”.

Κατόπιν, ο κ. Τσοχατζόπουλος επεσήμανε ότι η κατάσταση της υγείας της συζύγου του, Βίκυς Σταμάτη, έχει επιδεινωθεί, ζητώντας την αποφυλάκισή της “για ανθρωπιστικούς λόγους”, για να πάρει την εξής απάντηση από τον πρόεδρο: “Αν είναι κάποιος να πληρώσει για τα σφάλματά του, αυτός θα πληρώσει. Τους υπόλοιπους θα τους αφήσουμε. Το θέμα θα το δει το αρμόδιο συμβούλιο”.

Νωρίτερα, η τελευταία μάρτυρας κατηγορίας και πρώην σύζυγος του Ν. Ζήγρα, Σάσα Λεοντοπούλου, απαντώντας σε ερωτήσεις της υπεράσπισης απέκλεισε το ενδεχόμενο “να έκανε κάτι κρυφά από τον Τσοχατζόπουλο” ο εξάδελφος του, αλλά και να έκανε οτιδήποτε που θα τον έβλαπτε.

Η μάρτυρας εξαπέλυσε βολές κατά του Νίκου Ζήγρα και του Άκη Τσοχατζόπουλου. Περιγράφοντας μάλιστα τη σχέση ανάμεσά τους, ανέφερε πως “τα γραφεία τους ήταν δίπλα - δίπλα στην Κόμνα Τράκα” και χαρακτήρισε “περίεργη” την οικονομική κατάσταση του Ζήγρα. Όπως είπε, “φαινόταν ότι είχε χρήματα όταν πηγαίναμε στο εξωτερικό, αλλά στην καθημερινότητά μας ήταν τσιγκούνης. Ήρθα από τη Θεσσαλονίκη και για έξι μήνες δεν αγοράσαμε κουρτίνες, γιατί δεν είχε λεφτά”. Σύμφωνα με τη μάρτυρα, ο γάμος της με τον Ν. Ζήγρα διήρκεσε ουσιαστικά πέντε μήνες. “Έφυγα, γιατί δεν ήθελε το παιδί μου”, είπε.

Αναφερόμενη στους κατηγορούμενους Μελά και Αντωνιάδη, που εμφανίζονται εκπρόσωποι της εξωχώριας εταιρείας “Μορέλια”, η μάρτυρας είπε ότι ήταν φίλοι του Ν. Ζήγρα. “Βγαίναμε μαζί τους για φαγητό. Δε συζητούσαμε για επαγγελματικά”, κατέθεσε. Ωστόσο, αναφέρθηκε σε κάποιο βράδυ που είχαν βγει για φαγητό με τον Ζήγρα και συνάντησαν στο εστιατοριο “έναν από τους αστυνομικούς φρουρούς του Τσοχατζοπουλου”, ο οποίος είπε στον Ζήγρα: “Θυμάσαι, ρε Νίκο, που πηγαίναμε στο γραφείο του Μελά και παίρναμε χρήματα και τα κουβαλούσαμε;”.

Η δίκη θα συνεχιστεί αύριο.