Βήμα-βήμα η διαδρομή της λίστας Λαγκάρντ από το Παρίσι μέχρι την Αθήνα, αλλά και η "περιπέτεια" του περίφημου CD που χάθηκε στα συρτάρια του υπουργείου Οικονομικών, περιγράφεται στο βούλευμα με το οποίο παραπέμπεται στο Ειδικό Δικαστήριο ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, κατηγορούμενος για κακουργήματα που τιμωρούνται ακόμη και με ισόβια.
"Από το υπάρχον αποδεικτικό υλικό, σύμφωνα με την κρίση της πλειοψηφίας των μελών του Συμβουλίου, αποχρώντως προκύπτει ότι: Το πρόσωπο, που επέφερε τη νόθευση, είναι ο κατηγορούμενος Γ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος, με την ενέργειά του, αφ’ ενός απέβλεπε στην αποφυγή βλάβης της πολιτικής του εικόνας, ως Υπουργού Οικονομικών, η οποία θα μπορούσε να επέλθει με την αποκάλυψη ότι συγγενείς του αναφέρονταν ως δικαιούχοι λογαριασμών στη 'λίστα Falciani' και αφ’ ετέρου επιδίωκε την εξυπηρέτηση των εν λόγω συγγενών του, με την αποτροπή φορολογικού ελέγχου εις βάρος τους", όπως αναφέρουν οι δικαστές του Δικαστικού Συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου.
ΟΙ "ΑΠΙΘΑΝΕΣ ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ"
Το δικαστικό συμβούλιο, το οποίο με συντριπτική πλειοψηφία 4 έναντι 1 ψήφου αποφάσισε οριστικά και αμετάκλητα την παραπομπή του πρώην υπουργού για τα κακουργήματα της νόθευσης εγγράφου και της απόπειρας απιστίας, σε συνδυασμό μάλιστα με τις επιβαρυντικές διατάξεις του ν. 1608/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου, δεν έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς Παπακωνσταντίνου πως δεν ευθύνεται ο ίδιος για τη νόθευση και είναι θύμα σκευωρίας.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βούλευμα:
"Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου Γ. Παπακωνσταντίνου, ότι δεν προέβη αυτός στην ένδικη νόθευση και ο υπαινιγμός του, ότι αυτή έγινε από άλλο πρόσωπο, για να ενοχοποιηθεί ο ίδιος, δεν κρίνεται πειστικός, προεχόντως, διότι προϋποθέτει και ερείδεται στην ταυτόχρονη συρροή πέντε απίθανων συμπτώσεων και, ειδικότερα:
α) Της συμπτώσεως: να μην ενθυμείται ο κατηγορούμενος σε ποιον υπάλληλο του γραφείου του παρέδωσε τον απολεσθέντα ψηφιακό δίσκο CD, παρόλο που για την απόκτησή του είχε προηγηθεί η εντελώς ασυνήθης και περίπλοκη διαδικασία, η οποία προαναφέρθηκε και στην οποία ανεμίχθησαν υπουργοί, μυστικές υπηρεσίες, διπλωμάτες και διοικητικοί υπάλληλοι.
β) Της συμπτώσεως: κανένας υπάλληλος του γραφείου του κατηγορουμένου να μην ενθυμείται οτιδήποτε για την τύχη του εν λόγω ψηφιακού δίσκου και, κυρίως, εκείνος εξ αυτών, στον οποίο υποτίθεται ότι δόθηκε για να τον φυλάξει με ασφάλεια, ο τελευταίος δε να επέδειξε τόση αδιαφορία περί αυτού, ώστε να τον απολέσει και να μην ενδιαφερθεί να τον αναζητήσει, ως εάν επρόκειτο για πράγμα ασήμαντο ή άχρηστο.
γ) Της συμπτώσεως: ένα άλλο πρόσωπο να συνέλαβε ως ιδέα και να υλοποίησε στη συνέχεια εγκληματικό σχέδιο με στόχο να εκθέσει τον κατηγορούμενο και συγκεκριμένα να προβεί στη νόθευση της παραχθείσης (με βάση το CD) φορητής μονάδας αποθήκευσης USB, με την απάλειψη εξ αυτής των σχετικών με τους τρεις συγγενείς αυτού στοιχείων.
δ) Της συμπτώσεως: το υποτιθέμενο αυτό πρόσωπο να θεώρησε δεδομένο ότι, όταν θα αποκαλυπτόταν η νόθευση και θα φαινόταν εκτεθειμένος ο κατηγορούμενος, ο τελευταίος δεν θα μπορούσε να αποδείξει την εις βάρος του εγκληματική ενέργεια συγκρίνοντας το ανόθευτο CD με το νοθευμένο USB. Και
ε) Της συμπτώσεως: αυτή η παράξενη και παρακινδυνευμένη υπόθεση του περίεργου αυτού δράστη να επιβεβαιωθεί στη συνέχεια πλήρως λόγω απωλείας του CD στο γραφείο του κατηγορουμένου".
Εξάλλου, όπως τονίζουν χαρακτηριστικά, "το γεγονός ότι ο Ι. Διώτης, στις καταθέσεις που κατά καιρούς έδωσε, προέβη σε παλινωδίες ως προς το χρόνο, κατά τον οποίο η φορητή μονάδα αποθήκευσης USB περιήλθε και παρέμεινε στην κατοχή του, αυτό και μόνο και χωρίς να συνδυάζεται με άλλη, συγκεκριμένη και ευλογοφανή εκδοχή αλλοιώσεως του περιεχομένου του εν λόγω USB από τρίτο πρόσωπο, δεν αρκεί για να κλονίσει την κρίση περί υπάρξεως αποχρωσών ενδείξεων, όπως αυτές έχουν ήδη εκτεθεί, ότι ο κατηγορούμενος Γ. Παπακωνσταντίνου προέβη στην επίμαχη αλλοίωση".
Ο εισηγητής στο δικαστικό συμβούλιο, αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης, ήταν εκείνος που μειοψήφησε προτείνοντας να μην καθίσει στο εδώλιο ο κ. Παπακωνσταντίου, καθώς είχε την άποψη πως "οι υπάρχουσες ενδείξεις, οι οποίες πιθανολογούν ένα ενδεχόμενο, το οποίο προκύπτει ως συμπέρασμα συλλογισμού δεν φαίνεται εφικτό να ενισχυθούν στο ακροατήριο".
Οι δικαστές απάλλαξαν τον κ. Παπακωνσταντίνου από την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος σε βαθμό πλημμελήματος, αλλά και τους τρεις συγγενείς του, τα ονόματα των οποίων φέρεται ότι διέγραψε από τη λίστα Λαγκάρντ, με καταθέσεις ύψους 1,2 εκατ. ευρώ. Όπως υπογραμμίζεται στο βούλευμα, "ουδόλως προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος Γ. Παπακωνσταντίνου τέλεσε τα ως άνω αδικήματα όχι με δική του πρωτοβουλία, αλλά παρακινούμενος από τους συγκατηγορουμένους του".
Οι ανώτατοι δικαστές έχουν την άποψη πως σκοπός της ενέργειας του πρώην υπουργού δεν ήταν ο προσπορισμός οικονομικού οφέλους σε όλους τους καταθέτες στην τράπεζα ΗSBC, αλλά μόνο στους συγγενείς του.
ΟΛΑ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ…
Η αντίστροφη μέτρηση, σύμφωνα με το βούλευμα, άρχισε όταν τον Μάιο του 2010 ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου ως υπουργός Οικονομικών ενημερώθηκε από την ΕΥΠ για την ύπαρξη της "λίστας Falciani" -μετέπειτα λίστας Λαγκάρντ- η οποία περιελάβανε στοιχεία πελατών της HSBC, τα οποία καλύπτονταν από το απόρρητο και είχαν στην κατοχή τους οι Γάλλοι. Μετά από συνάντηση με την τότε υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας, Κριστίν Λαγκάρντ, ζητήθηκε να δοθούν στις ελληνικές αρχές τα στοιχεία που αφορούσαν σε φορολογούμενους στην Ελλάδα. Ακολούθησε αίτημα δικαστικής συνδρομής και τελικά η περίφημη "λίστα Λαγκάρντ", (κλειστός φάκελος με CD και συνοδευτικό έγγραφο) έφτασε από το Παρίσι στην Αθήνα και "χέρι με χέρι" στον κ. Παπακωνσταντίνου στις 29.9.2010, χωρίς ουδέποτε να πρωτοκολληθεί. Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, "ο κατηγορούμενος Γ. Παπακωνσταντίνου, μόλις παρέλαβε τον κλειστό φάκελο, αποσύρθηκε στο γραφείο του στο Υπουργείο, όπου, με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή (Η/Υ) που υπήρχε εκεί και έφερε ως όνομα χρήστη τις λέξεις 'windows user', αντέγραψε το σύνολο του περιεχομένου του ψηφιακού δίσκου CD, που μόλις είχε παραλάβει, σε φορητή μονάδα αποθήκευσης USB. Όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, επρόκειτο για δύο χιλιάδες εξήντα δύο (2.062) ηλεκτρονικά αρχεία (files), που βρίσκονταν σε ηλεκτρονικό φάκελο (folder) με την ονομασία 'GREECE', συνιστούσαν καρτέλες κίνησης λογαριασμών και αντιστοιχούσαν σε ανάλογο αριθμό φυσικών και νομικών προσώπων, τα οποία φέρονταν να έχουν δοσοληψία με την τράπεζα 'ΗSBC', στη Γενεύη της Ελβετίας, κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο 2005 μέχρι το Φεβρουάριο 2007. Όπως αναφέρεται στην από 9-2-2013 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, κατά τις πρώτες ώρες της 30-9-2010 και συγκεκριμένα από ώρα 00:28:53 έως 00:54:10, μέσω του Η/Υ που έφερε ως όνομα χρήστη τις λέξεις 'windows user', ανοίχθηκαν προς ανάγνωση και κλείσθηκαν χωρίς αποθήκευση 24 από τα αρχεία, που υπήρχαν γραμμένα στο CD. Το άνοιγμα των αρχείων αυτών δεν έγινε τυχαία, αλλά με εντολή αναζήτησης αρχείων δια της χρήσεως των λέξεων 'Papandreou', 'Papaconstantίn' και 'Kozani', πράγμα το οποίο προκύπτει από το ότι στα αρχεία, που έχουν ανοιχθεί, απαντώνται οι λέξεις αυτές".
Το αυθεντικό CD τελικά χάθηκε καθώς κανείς από τους υπαλλήλους του γραφείου του τότε υπουργού όταν εκ των υστέρων ρωτήθηκε δεν γνώριζε που βρισκόταν. Μάλιστα ο κ. Παπακωνστνίνου "κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου, εξέφρασε τη λύπη του για την απώλεια του ψηφιακού δίσκου, αρνήθηκε την εκ μέρους αυτού καταστροφή του, υποστήριξε ότι ποτέ δεν χάθηκε κάτι άλλο από το γραφείο του, είπε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί σε ποιον από τους υπαλλήλους είχε δώσει προς φύλαξη το CD, αλλ’ ότι έτρεφε προς όλους την ίδια εμπιστοσύνη και, τελικά, απέδωσε την απώλεια στο γεγονός ότι ο ψηφιακός δίσκος δεν έφερε κανένα διακριτικό γνώρισμα ούτε και συνοδευόταν από κάποιο έγγραφο. Ως εκ τούτου, είπε, κάπου θα παράπεσε, προφανώς κατά την αποχώρησή του από το Υπουργείο".
Στο προσκήνιο της υπόθεσης εμφανίζονται και οι πρώην επικεφαλής στου ΣΔΟΕ και κατηγορούμενοι για την ίδια υπόθεση Γιάννη Καπελέρης και Ιωάννης Διώτης.
Ο Ιωάννης Διώτης πήρε στα χέρια του 9 μήνες μετά το πολυσυζητημένο στικάκι, όταν δηλαδή ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου αποχώρησε από το υπουργείο Οικονομικών. Ένα στικάκι – αντίγραφο έφτασε στα χέρια του Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος είχε αναλάβει τη θέση του υπουργού Οικονομικών. Για 15 μήνες το στικάκι παρέμεινε στα χέρια του Ευάγγελου Βενιζέλου, "οπότε, μετά από δημοσιογραφικό θόρυβο, που δημιουργήθηκε κατά το Σεπτέμβριο του επομένου έτους, παρέδωσε το 'Π1-USB' στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Αυτό συνέβη την 2-10-2012 και την ίδια μέρα, με επίσημη, σχετική αλληλογραφία, το 'Π1-USB' απεστάλη από το γραφείο του Πρωθυπουργού στο Στυλιανό Στασινόπουλο, που είχε τοποθετηθεί ήδη στη θέση του Ειδικού Γραμματέα του ΣΔΟΕ, 'για τις δικές του ενέργειες'".
Στις 21.12.1012, μετά από ενέργειες του τότε υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα, ένα νέο CD φτάνει από τους Γάλλους στην Ελλάδα. Πρόκειται για πιστό αντίγραφο αυτού που είχε χαθεί, όπως διαβεβαιώνουν οι Γάλλοι. Τότε διαπιστώθηκε ότι από την λίστα λείπουν τρία αρχεία και αφορούν στους συγγενείς του κ. Παπακωνσταντίνου.
"Η απουσία των εν λόγω τριών αρχείων από το 'Π1-USB' υποδηλώνει ότι αυτά διαγράφηκαν μετά την αντιγραφή του περιεχομένου του πρώτου CD στο USB που δημιούργησε ο κατηγορούμενος Γ. Παπακωνσταντίνου και πριν από τη μεταγραφή του περιεχομένου του εν λόγω USB, στη φορητή μονάδα αποθήκευσης USB που δημιούργησε ο Ι. Διώτης (δηλαδή, στο πειστήριο 'Π1-USB'). Αυτό προέκυψε εργαστηριακώς, διότι στο 'Π1-USB' δεν υπάρχουν ίχνη των ως άνω τριών αρχείων. Τέτοια ίχνη δεν θα μπορούσαν να έχουν απαλειφθεί, εάν η διαγραφή των τριών αρχείων είχε γίνει μετά τη μεταγραφή τους στο 'Π1-USB'. Εξ αυτού συνάγεται ότι το περιεχόμενο του USB που δημιούργησε ο κατηγορούμενος Γ. Παπακωνσταντίνου νοθεύθηκε από πρόσωπο, το οποίο είχε λόγο να μην υπάρχουν τα ως άνω τρία αρχεία μεταξύ αυτών, που είχαν υποκλαπεί από την τράπεζα 'ΗSBC' και είχαν περιέλθει στις ελληνικές αρχές, ως περιεχόμενο του πρώτου CD", λένε οι δικαστές, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της καταγραφής της πολύπαθης διαδρομής.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαστικό συμβούλιο αποφάσισε πως πρέπει να διατηρηθούν οι περιοριστικοί όροι που επιβλήθηκαν στον Γιώργο Παπακωνσταντίνου μετά την απολογία του, δηλαδή η εγγύηση των 30.000 ευρώ και η υποχρεωτική εμφάνιση μία φορά το μήνα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του.