Στο Μιλάνο θα βρίσκεται την Πέμπτη ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς προκειμένου να συμμετάσχει στην Σύνοδο Κορυφής ΕΕ-Ασίας, την ώρα που στην κυβέρνηση παραμένουν παγωμένα αναφορικά μετά και την αντίδραση των αγορών αναφορικά με μια πρόωρη έξοδο από το ΔΝΤ.
Ήδη στο περιθώριο της Συνόδου έχει κανονιστεί για τις 10.30 το πρωί συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Κινέζο ομόλογό του Λι Κετσιάνγκ στην οποία θα συζητηθούν οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών που βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης όπως πιστοποίησαν και οι επισκέψεις του πρωθυπουργού και του προέδρου της Κίνας στην χώρα μας τον τελευταίο χρόνο.
Θα εξετασθεί η συνεργασία στο λιμάνι του Πειραιά, η προοπτική στους σιδηροδρόμους όπου είναι δεδομένο το κινεζικό ενδιαφέρον και η ενδεχόμενη συμμετοχή των κινεζικών κεφαλαίων στις ιδιωτικοποιήσεις που προωθεί η κυβέρνηση.
Ο πρωθυπουργός αναμένεται να έχει κι άλλες επαφές με ηγέτες τόσο της ΕΕ όσο και της Ασίας.
Η συμμετοχή του κ. Σαμαρά στην Σύνοδο Κορυφής έρχεται με μία περίοδο όπου οι διεθνείς αγορές εκφράζουν επιφυλακτικότητα έναντι της ελληνικής οικονομίας, μία εξέλιξη για την οποία ο πρωθυπουργός -όπως ανέφερε στην συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου- καταλογίζει την ευθύνη στον ΣΥΡΙΖΑ που με την στάση του προκαλεί πολιτική αστάθεια.
Η Σύνοδος που διεξάγεται κάθε δύο χρόνια, εφέτος αποκτά ιδιαίτερη σημασία λόγω των εξελίξεων στην Ουκρανία αλλά και στην Μέση Ανατολή με το Ισλαμικό Κράτος.
Στην Σύνοδο που συγκαλεί η Ιταλική προεδρεία θα πάρουν μέρος η καγκελάριος της Γερμανίας κα Άγγελα Μέρκελ και ο πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ αλλά και ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν και ο πρωθυπουργός της Κίνας Λι Κετσιάνγκ. Στο τραπέζι των συζητήσεων θα βρεθεί το σύνολο των σχέσεων Ευρώπης - Κίνας με έμφαση στην περαιτέρω προώθηση της οικονομικής συνεργασίας αλλά και η ασφάλεια και η σταθερότητα στις ευαίσθητες περιοχές.
Στο περιθώριο της Συνόδου θα πραγματοποιηθεί συνάντηση της κας Μέρκελ με τον πρόεδρο της Ρωσίας όπου θα κυριαρχήσουν οι εξελίξεις στην Ουκρανία και οι επιπτώσεις που έχουν στις σχέσεις των δύο χωρών, στον ενεργειακό εφοδιασμό της Γερμανίας και της Ευρώπης αλλά και οι πολιτικές σχέσεις που έχουν επιδεινωθεί από τις κυρώσεις της ΕΕ και τα αντίμετρα της Ρωσίας.