Του Γιώργου Λαμπίρη
Φωτογραφίες – βίντεο: Γιάννης Κέμμος
Περνώντας μπροστά από τον τηλεοπτικό ή φωτογραφικό φακό, ορισμένοι από τους επιβάτες, πρόσφυγες ή μετανάστες του πλοίου Ελευθέριος Βενιζέλος, το οποίο έφτασε το πρωί της Πέμπτης στο λιμάνι του Πειραιά σχηματίζουν από την κουπαστή το σήμα της νίκης. Κάποιοι άλλοι χαιρετούν περιχαρείς τον κόσμο που βρίσκεται στην πλατφόρμα του λιμανιού, καθώς το καράβι ετοιμάζεται να ρίξει κάβους.
Ανάμεσά τους κάποιοι άλλοι, οι οποίοι κατά την αποβίβαση, επιλέγουν να κρύψουν το πρόσωπό τους και να μην γίνουν ορατά τα χαρακτηριστικά τους. Για ποιους λόγους αποστρέφουν το βλέμμα τους όταν αντικρίζουν το φακό; Η κούραση του ταξιδιού προς την ελευθερία και η επιθυμία τους να βρεθούν μακριά από το πολεμικό κλίμα της χώρα τους, ωθούν ορισμένους να αποφύγουν κάθε επαφή με τα μέσα ενημέρωσης. Είναι όμως μόνο αυτός ο λόγος; Ποιο είναι στην πραγματικότητα το υπόβαθρο των ανθρώπων που εισρέουν καθημερινά στην Ελλάδα, προερχόμενοι κυρίως από τη Συρία;
Ο άνθρωπος που απεικονίζεται στη φωτογραφία και κατέγραψε ο φακός του συνεργάτη μας, Γιάννη Κέμμου, είναι ο ίδιος που εμφανίζεται και στο 41° δευτερόλεπτο στο βίντεο που ακολουθεί. Όπως φαίνεται επιθυμεί να περάσει απαρατήρητος μπροστά από τις τηλεοπτικές κάμερες και τις φωτογραφικές μηχανές που βρίσκονται στο λιμάνι για να καλύψουν το ρεπορτάζ.
Λίγο αργότερα ένας άλλος άνδρας ζητάει να μην φωτογραφηθεί κανένα από τα μέλη της οικογένειάς του και κατευθύνεται προς το σημείο, στο οποίο βρίσκονται σταθμευμένα τα ταξί για να φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από το πολυσύχναστο λιμάνι.
Αύξηση των αιτήσεων ασύλου κατά 45% μέσα σε ένα χρόνο
Χαρακτηριστικό είναι ότι σύμφωνα με την έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες με τίτλο: «Τάσεις Ασύλου για το 2014», 866.000 αιτήσεις ασύλου, κατατέθηκαν προηγούμενη χρονιά στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες.
Ο αριθμός αυτός είναι κατά 45% υψηλότερος από τον αντίστοιχο του 2013, όταν είχαν καταγραφεί 596.600 αιτήσεις. Πρόκειται για τον υψηλότερο αριθμό από το 1992, χρονιά κατά την οποία ξέσπασε η σύγκρουση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και αναμένεται να αυξηθεί στη διάρκεια του 2015.
Με τη βοήθεια της ερευνήτριας του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής, Αγγελικής Δημητριάδη αλλά και της αναπληρώτριας καθηγήτριας διεθνούς ασφάλειας του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Μαίρης Μπόση, προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο των ανθρώπων αυτών.
«Η πλειονότητα των Σύρων προσφύγων ανήκουν στη μεσοαστική τάξη»
Όπως σημειώνει η Αγγελική Δημητριάδη, «Η πλειονότητα των αφιχθέντων είναι συριακής καταγωγής. Το 90% των προσφύγων προέρχεται από τη Συρία και ανήκουν στη μεσοαστική τάξη, λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά δεδομένα της Συρίας. Ακούγεται ότι έχουν πάρα πολλά χρήματα ή τελευταίας τεχνολογίας κινητά. Ωστόσο αυτό δεν αποτελεί ένδειξη πλούτου. Επιπλέον πρόκειται για τη μεσοαστική τάξη, η οποία εργαζόταν και είχε καταφέρει να αποταμιεύσει ορισμένα χρήματα πριν το ξέσπασμα του πολέμου. Οι περισσότεροι ταξιδεύουν από τη χώρα τους με ένα ποσό της τάξης των 7.000 – 12.000 ευρώ. Ένα ποσό, ικανό να καλύψει τις ανάγκες τους έως την Ελλάδα, πιθανότατα έως τη Γερμανία, την Αυστρία ή τη Σουηδία, οι οποίες αποτελούν συνήθως τις χώρες τελικού προορισμού τους. Εκεί εξαντλείται η οικονομική δυνατότητα αυτών των ανθρώπων. Πρόκειται κυρίως για μορφωμένα άτομα, τα οποία έχουν αποφοιτήσει από την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι συνηθέστερες ειδικότητες είναι εκείνες των γιατρών, αρχιτεκτόνων ή δικηγόρων, ενώ μιλούν τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα. Άλλωστε, το εκπαιδευτικό επίπεδο των Σύρων, τους καθιστά δραματικά διαφορετικούς από κάθε άλλη ομάδα προσφύγων ή μεταναστών. Έρχονται επί το πλείστον κατά οικογένειες και συγκεκριμένα με τον στενό αλλά και τον διευρυμένο οικογενειακό τους κύκλο. Σε αυτόν περιλαμβάνονται ξαδέλφια, ο πεθερός ή η πεθερά και ορισμένα ακόμα λιγότερο στενοί συγγενείς. Υπάρχουν και περιπτώσεις μονογονεϊκών οικογενειών αλλά και ανύπαντροι άνδρες, κατηγορίες οι οποίες όμως δεν αποτελούν τον κανόνα», εξηγεί η κυρία Δημητριάδη.
Στο ερώτημα εάν ανάμεσά τους βρίσκονται άτομα, τα οποία διώκονται από το καθεστώς Άσταντ και έχουν αναπτύξει αντικαθεστωτική δράση, απαντάει θετικά. Η ερευνήτρια του ΕΛΙΑΜΕΠ, δεν αποκλείει μεταξύ άλλων να βρίσκονται ανάμεσα στα εισερχόμενα ρεύματα και άτομα, τα οποία εντάσσονται σε εξτρεμιστικές ομάδες και ανέπτυξαν κατά καιρούς εξτρεμιστική δράση. Σε κάθε περίπτωση αναφέρει ότι ορισμένοι καταβάλλουν κάθε προσπάθεια – και επισημαίνει ότι είναι αυτονόητο – να παραμείνουν απαρατήρητοι. Τονίζει επίσης ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνουν αντιληπτοί, με δεδομένη τη δυσκολία που παρουσιάζει η καταγραφή ενός εξαιρετικά διευρυμένου σε αριθμό μεταναστευτικού ρεύματος.
«Ανάμεσά τους βρίσκονται και αντικαθεστωτικοί, αλλά και άτομα με ειδικές ανάγκες ή προβλήματα υγείας, τα οποία είναι φυσιολογικό να υπάρχουν όταν υφίσταται τόσο έντονη μεταναστευτική ροή», σημειώνει η κυρία Δημητριάδη.
Αντικαθεστωτικοί επιλέγουν να διαφύγουν από το καθεστώς Άσαντ
« Όταν αναφερόμαστε σε αντικαθεστωτικούς, εννοούμε εκείνους οποίοι εναντιώνονται στο καθεστώς Άσαντ. Δεν εννοώ τους εξτρεμιστές και τους τζιχαντιστές, ούτε εκείνους, οι οποίοι εντάσσονται σε μία ομάδα και πολεμούν εναντίον του ISIS ή του καθεστώτος Άσαντ αλλά ανήκουν σε κάποια άλλη παράταξη. Αναφέρομαι κυρίως σε εκείνους, οι οποίοι πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, είχαν ήδη διωχθεί από το καθεστώς. Ανάμεσά τους βρίσκονται και δημοσιογράφοι, οι οποίοι είχαν φυλακιστεί. Πρόκειται για άτομα τα οποία είχαν έντονες σχέσεις με τη Δύση, ενώ ανάμεσά τους βρίσκονται και ορισμένοι με αντίθετη πολιτική άποψη. Οι συγκεκριμένοι δεν επιλέγουν να κρυφτούν, καθότι βρίσκονται πλέον μακριά από το καθεστώς και τη δυνατότητα να επιδράσει στη ζωή τους.
«Ιρακινοί δηλώνουν Σύροι για να αναγνωριστούν ως πρόσφυγες»
Σε ό,τι αφορά τους εξτρεμιστές όπως τζιχαντιστές ή άλλου είδους εξτρεμιστική ομάδα, προφανώς έχουν λόγους να κρύβονται. Σε αυτή την περίπτωση είναι αυτονόητο ότι προσπαθούν να περάσουν και να γίνουν όσο το δυνατόν λιγότερο αντιληπτοί. Ωστόσο δεν έχουμε καταφέρει να στοιχειοθετήσουμε κάτι τέτοιο με συγκεκριμένα στοιχεία. Είναι εξαιρετικά δύσκολο, τόσο για τον ερευνητή, όσο και για τον ελεγκτικό μηχανισμό, ο οποίος αναλαμβάνει την καταγραφή. Ούτε οι ίδιοι οι αστυνομικοί μπορούν να γνωρίζουν κάτι τέτοιο εκτός και αν έχουν κάποια συγκεκριμένη πληροφορία για κάποιο άτομο, το οποίο και πάλι είναι σχετικό. Γιατί οι Σύροι έρχονται με διαβατήρια. Δεν είναι όμως όλοι Σύροι. Υπάρχουν αρκετά περιστατικά Ιρακινών, οι οποίοι δηλώνουν Σύροι σε μία προσπάθεια να αναγνωριστούν ως πρόσφυγες και να τους παρασχεθεί αναγνωριστεί το δικαίωμα ασύλου», προσθέτει η κυρία Δημητριάδη.
«Οι Σύροι αφήνονται ελεύθεροι στην Ελλάδα υπό καθεστώς προστασίας»
« Εκτός των άλλων οι Σύροι δεν απελαύνονται, αλλά αφήνονται ελεύθεροι υπό καθεστώς προστασίας. Είναι δεδομένο ότι παρατηρούνται φαινόμενα χρήσης πλαστών διαβατηρίων από τη Συρία. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι 90.000 που έχουν εισέλθει δεν είναι Σύροι, αλλά ότι ανάμεσά τους – περίπου 300 ή 400 άτομα – είναι Ιρακινοί ή άλλης εθνικότητας. Κατά τα διάρκεια της καταγραφής, η οποία είναι εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία, είναι πολύ εύκολο να κρυφτούν αυτά τα 300 ή 400 άτομα, τα οποία δεν σημαίνει όμως ότι είναι εξτρεμιστές. Μπορεί να προσπαθούν απλά να ξεγελάσουν το σύστημα για να μπορέσουν να περάσουν από την Ελλάδα και να συνεχίσουν προς τη Βόρεια Ευρώπη. Να σημειώσουμε ότι οι Σύροι αναγνωρίζονται ως prima facie πρόσφυγες. Εντάσσονται δηλαδή ούτως ή άλλως στο προσφυγικό καθεστώς, καθώς πληρούν όλα τα κριτήρια υπαγωγής σε αυτό το καθεστώς», συμπληρώνει η ερευνήτρια το ΕΛΙΑΜΕΠ.
Τα… ταξιδιωτικά έγγραφα και το πέρασμα στα Σκόπια
Όπως εξηγεί η Αγγελική Δημητριάδη «οι περισσότεροι Σύροι έρχονται με συριακό διαβατήριο, επομένως η ταυτοποίηση τους γίνεται άμεσα. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι όσοι δεν διαθέτουν έγγραφα, τους χορηγείται ένα είδος ταυτοπροσωπίας, ανάλογο του παλαιότερου “laisser passer”».
Ωστόσο το έγγραφο αυτό, όπως αναφέρει, δεν αποτελεί αυτό καθεαυτό ταξιδιωτικό έγγραφο.
«Τα ταξιδιωτικά έγγραφα δεν μπορούν να εκδίδονται μαζικά καθώς θα αποτελούσε μαζική παραβίαση της συνθήκης Σέγκεν. Επομένως, κατά την προσωπική μου αίσθηση, δεν είναι σαφές κατά πόσο λαμβάνουν ταξιδιωτικά έγγραφα όπως εμείς τα αντιλαμβανόμαστε ή εάν λαμβάνουν χαρτιά ταυτοποίησης και με αυτά φτάνουν στα σύνορα με τα Σκόπια. Εκεί, επειδή ισχύει μία πολιτική ανοχής, που υπαγορεύει ότι εάν κάποιος διαθέτει χαρτιά ταυτοποίησης ή διαβατήριο, λαμβάνουν τριήμερη άδεια να διέλθουν των Σκοπίων για να φτάσουν στη Σερβία ή την Ουγγαρία. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα οι Σύροι πρόσφυγες έχουν δικαίωμα από τη στιγμή που θα εισέλθουν και θα καταγραφούν, να κυκλοφορούν ελεύθερα στη χώρα. Για να περάσουν τα σύνορα – κάτι για το οποίο δεν υπάρχουν επαρκείς και σαφείς πληροφορίες – το πράττουν με τα έγγραφα τα οποία διαθέτουν, επειδή βρίσκονται σε χώρα εκτός Σέγκεν. Αντιθέτως, εάν έπρεπε να περάσουν τα σύνορα με την Ιταλία, δεν είμαι βέβαιη ότι τα χαρτιά αυτά θα επαρκούσαν και ότι θα τους επέτρεπαν οι ιταλικές αρχές να περάσουν στη χώρα. Τα Σκόπια από την πλευρά τους εφαρμόζουν μία άτυπη μορφή ανοχής και γι’ αυτό συμβαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Το σύστημα εκεί αυτορυθμίστηκε, ενώ δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο με τις χώρες που εντάσσονται στη Σέγκεν», λέει η κυρία Δημητριάδη.
Η μεσαία τάξη με γνώσεις αγγλικών και υψηλό μορφωτικό επίπεδο
Αναλύοντας τα κίνητρα οδηγούν τους Σύρους να αποδράσουν από τη χώρα τους, η αναπληρώτρια καθηγήτρια διεθνούς ασφάλειας Πανεπιστημίου Πειραιώς, Μαίρη Μπόση εκτιμά ότι «δεν πρόκειται για άτομα με αμιγώς πολιτικό ή οικονομικό κίνητρο μετανάστευσης. Πολλοί από αυτούς γνωρίζουν εξαιρετικά αγγλικά, κάτι που σημαίνει ότι μιλάμε για μεσαία τάξη ανθρώπων και όχι κατώτερη, η οποία έχει τη δυνατότητα και την ικανότητα να πληρώσει για να σπουδάσει μία ξένη γλώσσα».
«Η μεσαία τάξη με βάση τις μελέτες των τελευταίων ετών προέρχονται και από τις κακουχίες του ίδιου του πολέμου. Δεν είναι μόνο αποτέλεσμα μίας τάσης να φύγουν από το χώρο στον οποίο βρίσκονται επειδή δεν μπορούν να επιβιώσουν. Προσπαθούν στην πραγματικότητα να αποδράσουν από ένα σύνολο καταστάσεων που αντιμετωπίζουν και δεν μπορούν να επιβιώσουν κάτω από αυτές τις συνθήκες. Η λύση που αναζητούν βρίσκεται στο ότι προσφέρουν χρήματα τους λαθρεμπόρους για να τους μεταφέρουν στην Ευρώπη. Κάτι τέτοιο μεταβάλει και το προφίλ της δικής τους χώρας σταδιακά, ενώ αναμένεται να μεταβάλλει και τη συνολική εικόνα της Ευρώπης», εξηγεί η κυρία Μπόση.
«Άτομα τα οποία διώκονται από το καθεστώς Άσαντ βρίσκουν καταφύγιο σε αραβικές ή χώρες φίλα προσκείμενες στην αντικαθεστωτική δράση»
Στο ερώτημα εάν υπάρχουν πρόσωπα τα οποία ενδεχομένως διώκονται από το συριακό καθεστώς Άσαντ, η καθηγήτρια απαντάει ότι πιθανόν υπάρχουν άτομα αυτής της κατηγορίας. Ωστόσο, πρόσωπα τα οποία διώκονται από το συγκεκριμένο καθεστώς έχουν βρει καταφύγιο όχι τόσο στις ευρωπαϊκές, αλλά κυρίως σε αραβικές ή φίλα προσκείμενες χώρες στη δράση κατά του Άσαντ. Έτσι, οι αντικαθεστώτικοί βρίσκουν συμπαράσταση σε αραβικά καθεστώτα ή ακόμα και στην Τουρκία, τα οποία είναι αντίθετα στον Άσαντ».
«Δεν αποκλείεται να υπάρχουν άτομα με εντολές ή στόχο να δημιουργήσουν προβλήματα στην Ευρώπη»
«Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει παρόλ’ αυτά, ορισμένοι να αναζητούν καταφύγιο στην Ελλάδα ή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Διάβαζα πρόσφατα ένα δημοσίευμα το οποίο αναφερόταν ότι πιθανότατα ένας από τους μαχητές έχει περάσει στη δική μας πλευρά. Κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται δεδομένου ότι δεν υπάρχουν στεγανοποιημένες χώρες. Πιθανόν να υπάρχουν και άτομα λοιπόν, σε όλο αυτό το μεταναστευτικό κύμα το οποίο εισρέει το τελευταίο χρονικό διάστημα, τα οποία δεν αποκλείεται να έρχονται με εντολές και στόχο να δημιουργήσουν προβλήματα στην ευρωπαϊκή ήπειρο», εξηγεί η Μαίρη Μπόση.
«Τα Ευρωπαϊκά κράτη δεν μπορούν να ελέγξουν στην πράξη ποιος μπαίνει στο εσωτερικό τους»
Η καθηγήτρια σχολιάζει μεταξύ άλλων την δυνατότητα ελέγχου και καταγραφής προσώπων με… ένοχο παρελθόν καθώς όπως λέει: «Στο σύνολο τους – θεωρητικά τουλάχιστον - τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν ποιος εισέρχεται εντός των συνόρων τους. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την Ελλάδα, η οποία συνεργάζεται με τους μηχανισμούς ελέγχου ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, αλλά και των δυνάμεων ασφαλείας παγκοσμίως. Στην πράξη όμως, ένα κράτος δεν μπορεί να ελέγξει απόλυτα τη μεταναστευτική ροή, όταν ο αριθμός των εισερχόμενων είναι τόσο μεγάλος. Ανάμεσά τους είναι πιθανό να περάσει και κάποιος, ο οποίος δεν είναι διατηρεί το κλασικό προφίλ ενός πρόσφυγα, ο οποίος προέρχεται από κάποια εμπόλεμη ζώνη. Παράδειγμα είναι η Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα με άτομα τα οποία εισρέουν μέσα από τα σύνορά του. Είτε από τον Καναδά, είτε από το Μεξικό».
«Η Μεσόγειος αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα διεθνούς ασφάλειας»
Η κυρία Μπόση επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι ακόμα και όσοι θέλουν να κρυφτούν ή δεν επιθυμούν να φανούν, δεν συνεπάγεται ότι συνδέονται με εξτρεμιστική δράση. «Δεν είναι απαραίτητο ότι όσοι έρχονται στην Ελλάδα σχετίζονται με τον εξτρεμισμό. Η Μεσόγειος αυτή τη στιγμή πάντως, αντιμετωπίζει ένα μεγάλο πρόβλημα διεθνούς ασφάλειας. Οι καμπάνες περί προβλημάτων , τα οποία πρόκειται να αντιμετωπίσουμε, έχουν ηχήσει παγκοσμίως. Κανείς δεν μπορεί να ελέγξει ένα προς ένα αυτά τα άτομα. Είτε πρόκειται εξτρεμιστές, είτε για άτομα με ειδικά προβλήματα υγείας ή άλλης φύσεως. Ακόμα και τα προβλήματα υγείας όπως αντιλαμβάνεστε, δεν παύουν να δημιουργούν ζήτημα ασφάλειας για μία χώρα. Προς το παρόν γίνονται προσπάθειες να προσεγγίσουμε το ζήτημα και από ανθρωπιστικής απόψεως, δεν παύει όμως να διογκώνεται διαρκώς σε σημείο που μπορεί να αποτελέσει ένα μεγάλο κίνδυνο».
Οι λύσεις
«Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα θα πρέπει να πιέσει λίγο περισσότερο ώστε να δοθούν λύσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα που αφορούν στο μεταναστευτικό. Οι πιο ενδεδειγμένες λύσεις είναι δύο. Η πρώτη επιβάλλει να επιλυθεί το πρόβλημα της προέλευσης αυτών των ανθρώπων. Κατ’ επέκταση να δοθεί μία λύση στο πρόβλημα της Συρίας με τη συμμετοχή κρατών και διεθνών οργανισμών, οι οποίοι θα πρέπει αντί να εντείνουν το πρόβλημα, να το επιλύσουν. Υπάρχουν δυνάμεις που έχουν διάθεση επίλυσης και άλλες που δεν έχουν καμία τέτοια διάθεση. Το πρόβλημα της Συρίας δεν φαίνεται να λύνεται αυτή τη στιγμή. Πρόκειται μάλιστα να ενταθεί και να επεκταθεί. Ο Άσαντ από την πλευρά του δεν πρόκειται να ‘’ρίξει’’ τόσο εύκολα το καθεστώς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και όσοι εναντιώνται στον Άσαντ δεν καταβάλλουν προσπάθειες για να τον ανατρέψουν. Επομένως το συριακό πρέπει να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με όλες τις μεγάλες δυνάμεις της περιοχής και να δοθεί λύση στο πρόβλημα. Η δεύτερη λύση αφορά στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η οποία γίνεται αποδέκτης όλων αυτών των προσφύγων, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα ή η Ιταλία. Είναι απαραίτητο να ανοίξουν και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες τα σύνορά τους για να διοχετευθούν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι – έστω και προσωρινά – στο σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών και όχι μόνο στην Ελλάδα», καταλήγει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πειραιώς.