Τη διαβεβαίωση ότι "η κυβέρνηση δεν σχεδιάζει, σε κάθε περίπτωση, να πάρει άλλα μέτρα σαν αυτά που δημιούργησαν πιέσεις στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά" τα τελευταία χρόνια, έδωσε, σήμερα, από τη Θεσσαλονίκη, ο υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης, μιλώντας στο γεύμα της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος (ΚΕΕΕ).
"Δεν είμαστε πια στον γκρεμό και στο κενό […] Έχουμε διανύσει τα 3/4 του δρόμου και πρέπει να φτάσουμε στο τέρμα για να μην πάνε χαμένες οι θυσίες. Θα διανύσουμε και το τελευταίο μίλι, ώστε το 2013 να είναι η τελευταία δύσκολη χρονιά. Η ώρα που το σκάφος της πατρίδας θα μπει σε ήρεμα νερά πλησιάζει" σημείωσε ο υπουργός.
Απευθύνοντας δε, μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες, πρόσθεσε: "Οι Έλληνες δεν θα παραδώσουμε τη χώρα ούτε στον λαϊκισμό και την αβάσταχτη ελαφρότητα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε στην πολιτισμική οπισθοδρόμηση και βαρβαρότητα της Χρυσής Αυγής".
Οι τράπεζες να γίνουν βρύσες με νερό
Σε ό,τι αφορά το ΕΣΠΑ και τις χρηματοδοτικές του δυνατότητες, ο κ. Χατζηδάκης τόνισε: "Ασφαλώς δεν παραγνωρίζουμε πως το πρόβλημα της ρευστότητας υπερβαίνει το ΕΣΠΑ και αυτό δεν επαρκεί για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων. Άλλωστε, ο ετήσιος στόχος απορρόφησης του ΕΣΠΑ είναι 4 δισ. ευρώ, ενώ το αντίστοιχο χρηματοδοτικό κενό, σύμφωνα και με την έκθεση της Oliver Wyman, ανέρχεται στα 15 με 18 δισ. ευρώ. Για αυτό αξιοποιούμε όλα τα χρηματοδοτικά εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας, όπως το ΕΤΕΑΝ και η συνεργασία μας με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ)".
Όπως γνωστοποίησε, σε πρόσφατη συνάντηση, η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών δεσμεύθηκε πως στο 1 δισ. ευρώ που προέρχεται από τα διαρθρωτικά ταμεία και την ΕΤΕπ θα προσθέσει αμέσως άλλο 1 δισ. ευρώ. "Επομένως, μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχουν συμβασιοποιηθεί περίπου δύο δισ. ευρώ σε δάνεια με φθηνά επιτόκια" πρόσθεσε και είπε χαρακτηριστικά: "Οι τράπεζες πρέπει να γίνουν βρύσες με νερό".
Στην τελική ευθεία οι εξελίξεις για τον ενιαίο φορέα εξωστρέφειας
αναφερόμενος ειδικά στο υπουργείο Ανάπτυξης, σημείωσε ότι έως το τέλος του 2013 ολοκληρώνονται - μεταξύ άλλων - οι βασικές δράσεις.
Τρεις βασικές κατευθύνσεις
Σύμφωνα με τον υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, από εδώ και πέρα, τρεις είναι οι βασικές κατευθύνσεις της κυβέρνησης:
- Η μείωση και βελτίωση της απόδοσής του δημόσιου τομέα, ώστε να περιορισθεί η σπατάλη και κάθε ευρώ που δίνει ο φορολογούμενος να δημιουργεί πρόσθετη αξία
- Η επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων
- Η ολοκλήρωση των διαρθρωτικών αλλαγών
Δ. Μπακατσέλος: Να κινηθούμε γρήγορα
Την πεποίθηση ότι, τρία χρόνια μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου και την υιοθέτηση σκληρών περιοριστικών μέτρων, η ελληνική οικονομία "δεν έχει ακόμη αποκτήσει τη δυναμική εκείνη που θα επέτρεπε, σε βάθος χρόνου, την αποπληρωμή του χρέους".
"Η βασική αδυναμία της κυβέρνησης - είπε - είναι η απροθυμία της να δει το πρόβλημα της οικονομίας έξω από την καθαρά δημοσιονομική του διάσταση. Το ζητούμενο δεν είναι η κάλυψη του ελλείμματος όπως - όπως φέτος, προκειμένου να δείξουμε ότι πετύχαμε τους στόχους και 'αύριο έχει ο Θεός'. Μόνο με την επιστροφή στην ανάπτυξη θα μπορέσουμε να ανακτήσουμε τη δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους σε βάθος χρόνου". Και αυτό, σύμφωνα με τον κ. Μπακατσέλο, απαιτεί προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων γεγονός που προϋποθέτει βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, πάταξη της φοροδιαφυγής, της γραφειοκρατίας και της παραοικονομίας, μείωση των μη μισθολογικών επιβαρύνσεων για τις επιχειρήσεις κτλ.
Όμως, όπως υπογράμμισε ο κ. Μπακατσέλος, "για να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη πρέπει να κινηθούμε γρήγορα. Χρειάζεται να αλλάξουν νοοτροπίες, να γίνουν συγκρούσεις με μικροσυμφέροντα και να σπάσουν αποστήματα που δημιουργήθηκαν τα τελευταία 30 χρόνια, τα οποία λειτουργούν ως τροχοπέδη στην οικονομία".
"Δεν απελευθερώσαμε σημαντικές αγορές, αλλά το επάγγελμα του ταξιτζή άνοιξε"
Ο κ. Μπακατσέλος επεσήμανε ακόμη ότι "η κυβέρνηση δεν απελευθέρωσε ακόμη σημαντικές αγορές, που έχουν άμεση σχέση με το κόστος παραγωγής, αλλά άνοιξε το επάγγελμα του ταξιτζή".
Επίσης, ο πρόεδρος του ΕΒΕΘ αναφέρθηκε για μια ακόμη φορά στο πρόβλημα του παρεμπορίου που "ζει και βασιλεύει", με τζίρο ο οποίος εκτιμάται στα 20 δισ. και απώλειες από φόρους για το δημόσιο στα 4 δισ. το χρόνο.