Ο αποδυναμωμένος, μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ, κυβερνητικός συνασπισμός αναμένεται να αντέξει για την ώρα, αλλά θα αναγκαστεί να προβάλει αντιστάσεις σε τυχόν νέες απαιτήσεις από την τρόικα, ώστε να αποφευχθεί η διάλυσή του, επισημαίνει σε άρθρο-ανάλυση για το νέο κυβερνητικό σχήμα το πρακτορείο Reuters.
Όπως σημειώνεται στην ανάλυση, ο φόβος του ΠΑΣΟΚ για τυχόν νέες εκλογές, που θα αποδυναμώσουν ακόμα περισσότερο την παράταξη, και η προθυμία του να συμμετάσχει ενεργά στην κυβέρνηση με πολιτικά στελέχη σημαίνει ότι ο δικομματικός συνασπισμός είναι κατά κάποιον τρόπο πιο σταθερός από τον προηγούμενο, τρικομματικό συνασπισμό.
Αυτό θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να προχωρήσει “κουτσαίνοντας” για την ώρα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, σε συνδυασμό με την αντίθεση των Ελλήνων πολιτών στο ενδεχόμενο νέων εκλογών. “Ωστόσο, λίγοι περιμένουν ότι θα εξαντλήσει την τετραετία που λήγει το 2016 και ο συνασπισμός μπορεί να φτάσει στα όριά του το φθινόπωρο, αν οι δανειστές απαιτήσουν περισσότερα μέτρα λιτότητας για να επιτευχθούν οι στόχοι του προϋπολογισμού”, σημειώνεται.
Ένα σοβαρό τεστ για το νέο κυβερνητικό σχήμα θα είναι το κατά πόσον θα ικανοποιηθεί η απαίτηση της τρόικας για 15.000 απολύσεις από το Δημόσιο ως το τέλος του 2014, ενώ σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει και η πορεία των αποκρατικοποιήσεων, που μέχρι τώρα δεν κρίνεται ικανοποιητική.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Reuters, ο Αντώνης Σαμαράς πιθανότατα θα δυσκολευτεί να περάσει τις “καυτές” μεταρρυθμίσεις που πλήττουν ειδικά συμφέροντα, έχοντας πλειοψηφία 153 μόνο βουλευτών, ενώ υπογραμμίζεται πως και η υποστήριξη ανεξάρτητων βουλευτών και βουλευτών της ΔΗΜΑΡ δε θα έρθει άνευ όρων.
Όπως επισημαίνεται, είναι πλέον αρκετοί οι βουλευτές, όχι μόνο της αντιπολίτευσης αλλά και της συμπολίτευσης, που ζητούν να σκληρύνει η στάση της κυβέρνησης απέναντι στους δανειστές, ώστε να αποκλειστεί η πιθανότητα νέων μέτρων, που αναμένεται να αποτελεί και δέσμευση στη νέα προγραμματική συμφωνία της κυβέρνησης. Ωστόσο, οι αναλυτές δεν περιμένουν κάποια σκληρή σύγκρουση με την τρόικα πριν τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου, μια και κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε αρνητικά για τη δημοτικότητα της Άνγκελα Μέρκελ.