Οι συζητήσεις για το χρέος συνεχίζονται και είναι εντατικές, τονίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος
Οι συζητήσεις για το χρέος συνεχίζονται και είναι εντατικές, ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων στη διάρκεια του σημερινού briefing, ενώ τόνισε ότι στην υπουργική σύνοδο των G-7 στο Μπάρι θα υπάρξουν συζητήσεις που θα αφορούν στη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, όπως επίσης θα υπάρξουν συζητήσεις και στο EuroWorking Group, πριν από τη συνεδρίαση του Eurogroup στις 22 Μαΐου.
“Βρισκόμαστε σε πάρα πολύ καλό δρόμο. Νομίζω ότι έχουμε πάρα πολλούς λόγους να πιστεύουμε ότι πάρα πολύ σύντομα θα υπάρξει μια θετική κατάληξη και έκβαση των συζητήσεων”, ανέφερε ο κ. Τζανακόπουλος.
Ερωτηθείς αν η κυβέρνηση προετοιμάζεται για δοκιμαστική έξοδο στις αγορές μέσα στο καλοκαίρι, απάντησε: “Ξέρετε ότι με τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος ανοίγει η πόρτα, πλέον, για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει πει ότι αμέσως μετά την ολοκλήρωση της συνολικής συμφωνίας θα γίνει προσπάθεια, έτσι ώστε να έχουμε την πρώτη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές. Συγκεκριμένο χρόνο, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορώ να προσδιορίσω αυτή τη στιγμή. Ωστόσο, η βούληση της ελληνικής κυβέρνησης είναι να αξιοποιήσει τη θετική συγκυρία, έτσι ώστε, όσο το δυνατό συντομότερα, να γίνει ακριβώς αυτή η πρώτη δοκιμαστική έξοδος. Διότι ξέρετε ότι θα πρέπει μέσα στον ενάμιση χρόνο που απομένει μέχρι τον Αύγουστο του 2018 να προετοιμαστούμε κατάλληλα, καθώς από εκείνη τη στιγμή και μετά, όταν και λήγει το πρόγραμμα, φιλοδοξούμε να αναχρηματοδοτούμε το ελληνικό χρέος, χωρίς να προσφύγουμε στη στήριξη του επίσημου τομέα”.
Αναφορικά με το αν υπάρχει “παράθυρο” επαναδιαπραγμάτευσης των μέτρων του 2018, επεσήμανε πως “Με δεδομένους τους συσχετισμούς δύναμης αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, με δεδομένα τα εμπλεκόμενα μέρη στο ελληνικό πρόγραμμα, έχουμε μια συμφωνία και ισορροπημένη και βιώσιμη. Από εκεί και πέρα, γνωρίζετε πάρα πολύ καλά ότι η δημοσιονομική πολιτική μιας χώρας εξαρτάται και από τα δημοσιονομικά αποτελέσματα, δηλαδή από το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που θα επιτευχθούν τα επόμενα χρόνια, καθώς επίσης και από τη διαμόρφωση της συγκεκριμένης πολιτικής συνθήκης, τη στιγμή που θα συζητείται η δημοσιονομική πολιτική. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή, από τη μεριά της ελληνικής κυβέρνησης αυτό το οποίο πρέπει να γίνει σαφές, είναι ότι τα μέτρα που έχουμε συμφωνήσει ώστε να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση –και μιλώ φυσικά για τα μέτρα του 1% συν 1%- δεν πρόκειται να εφαρμοστούν, εφόσον δεν εφαρμοστούν προηγουμένως και τα μέτρα για τη μεσοπρόθεσμη ρύθμιση του ελληνικού χρέους”.
Ερωτηθείς αν θα υπάρχει σαφής ρήτρα στο πολυνομοσχέδιο που θα διασφαλίζει ότι τα μέτρα δεν θα εφαρμοστούν αν δεν εφαρμοστούν πρώτα τα μέτρα για το χρέος, εξήγησε: “Μια τέτοιου είδους ρήτρα ή –αν θέλετε- αίρεση στο εσωτερικό του κειμένου του νόμου, δεν είναι δυνατή. Πρόκειται για μια πολιτική και σαφή δέσμευση, την οποία έχει πάρει ο πρωθυπουργός, αλλά και ο υπουργός Οικονομικών, ότι η υλοποίηση των μέτρων –και νομίζω ότι υπάρχει ένα εύλογο επιχείρημα πίσω από αυτή τη δέσμευση- σχετίζεται με την υλοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Και για ποιο λόγο το έχει πει αυτό ο Πρωθυπουργός; Διότι τα μέτρα 1% + 1% για το 2019 και το 2020, τα έχει απαιτήσει το ΔΝΤ. Αν δεν υπάρξουν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, τότε το ΔΝΤ δεν θα συμμετέχει στο πρόγραμμα. Επομένως, δεν θα υπάρχει και κανένας λόγος να εφαρμοστούν τα μέτρα τα οποία έχει ζητήσει. Δεν πρόκειται, δηλαδή, απλώς και μόνο για μια πολιτική δέσμευση άνευ επιχειρήματος, αλλά για ένα συγκροτημένο πολιτικό επιχείρημα που σχετίζεται με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα”.
Σε ό,τι αφορά το χρονοδιάγραμμα για την κατάθεση του πολυνομοσχεδίου, ανέφερε: “Εμείς, ως ελληνική κυβέρνηση, σχεδιάζουμε και θεωρούμε ότι θα το επιτύχουμε, μέχρι τις 18 του Μαΐου να έχουμε καταφέρει να ψηφίσουμε τα προαπαιτούμενα στο ελληνικό Κοινοβούλιο, έτσι ώστε να δοθεί και ο χρόνος στους θεσμούς για να γράψουν το λεγόμενο «compliance report» και να εγκριθεί από το Eurogroup της 22ας Μαΐου και τυπικά η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης”.