Για κάθε ευρώ επιβάρυνσης στα νοικοκυριά θα υπάρχει και ένα αντίστοιχο μέτρο που θα ελαφρύνει, ξεκαθαρίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος
«Η συμφωνία του χθεσινού Eurogroup συνιστά το πλέον αποφασιστικό βήμα για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης», τόνισε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών.
Υπογράμμισε ότι το βασικό μήνυμα έχει δοθεί με την χθεσινή εξέλιξη και αυτό είναι «η επαναφορά της σταθερότητας, το οριστικό τέλος των κινδυνολογικών και καταστροφολογικών σεναρίων και η εμπέδωση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία».
Ο κ. Τζανακόπουλος τόνισε ότι από τη χτεσινή συμφωνία προκύπτουν τα εξής:
- Επιστρέφουν τα τεχνικά κλιμάκια στην Αθήνα αμέσως μετά την Καθαρά Δευτέρα για να ολοκληρωθεί η τεχνική συμφωνία (SLA) το ταχύτερο δυνατόν.
- Η θέση της κυβέρνησης για «ούτε ένα ευρώ επιπλέον λιτότητα» έγινε σεβαστή και αποδεκτή από όλους. Εξήγησε ότι η νομοθέτηση μεταρρυθμίσεων που θα εφαρμοστούν από 1/1/2019 γίνονται υπό την προϋπόθεση ότι αυτές θα έχουν μηδενικό δημοσιονομικό αντίκτυπο. «Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι για κάθε ένα ευρώ επιβάρυνσης θα υπάρχει ένα ευρώ ελάφρυνσης», σημείωσε.
- Δεν είναι πλέον στην ατζέντα της συζήτησης η απαίτηση για 4,5 δισεκατομμύρια επιπλέον μέτρα το 2019.
- Διαμορφώνεται η δυνατότητα επιστροφής της εργασιακής κανονικότητας με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων πριν το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, στη βάση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.
Ασκώντας έντονη κριτική στη ΝΔ, είπε ότι «η στάση της δεν φαίνεται να επηρεάζεται από αυτές τις θετικές εξελίξεις», καθώς, όπως ανέφερε, «όχι μόνο δεν χαιρέτισε τη χθεσινή συμφωνία, αλλά επιμένει σε μια παράδοξη γραμμή αμφισβήτησης των γεγονότων και της ίδιας της πραγματικότητας».
«Αρνείται με πείσμα ότι χθες υπήρξε επί της αρχής συμφωνία», συνέχισε και την κατηγόρησε πως όπως και κατά την περίοδο της α΄ αξιολόγησης, έτσι και σήμερα συνεχίζει να επενδύει στην αποτυχία. «Όσο το καταστροφολογικό σενάριο της θα διαψεύδεται, τόσο θα αυξάνεται η πολιτική της αμηχανία και θα γίνεται εμφανές το στρατηγικό της αδιέξοδο», υπογράμμισε.
Ο κ. Τζανακόπουλος σχολίασε ότι «θα ήταν καλύτερο για τη ΝΔ και τον κ. Μητσοτάκη να αφήσουν τον καταστροφολογικό παροξυσμό τους και να στηρίξουν την μεγάλη προσπάθεια που καταβάλει η κυβέρνηση ώστε να υπάρξει και οριστική τεχνική συμφωνία χωρίς επιβαρύνσεις για τα ελληνικά νοικοκυριά».
«Μια τέτοια στάση», είπε, «θα ήταν περισσότερο θετική και για την ελληνική οικονομία και την ίδια τη ΝΔ, καθώς είναι η μοναδική πολιτική επιλογή που δεν θα την οδηγήσει για άλλη μια φορά στη διάψευση».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επισήμανε ότι η χτεσινή συμφωνία επιτεύχθηκε επειδή όλες οι πλευρές έκαναν βήματα ώστε να γεφυρωθούν οι διαφορές που αφορούσαν στις δημοσιονομικές προβλέψεις για τη μετά τη λήξη του προγράμματος περίοδο. Τόνισε ότι τώρα όμως εισερχόμαστε σε μια εξίσου κρίσιμη φάση της διαπραγμάτευσης, αυτή για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και για τον προσδιορισμό των πρωτογενών πλεονασμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο σημείωσε ότι μετά τη χθεσινή πρόοδο, με υποχωρήσεις από όλες τις πλευρές, «τώρα είναι η ώρα και για τη Γερμανία να βαδίσει στον δρόμο του ρεαλισμού».
«Αναμένουμε», τόνισε, «και από το γερμανικό ΥΠΟΙΚ να κάνει πίσω από την παράλογη απαίτηση για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% για μια δεκαετία και να υιοθετήσει μια εποικοδομητική στάση ώστε να καταστεί εφικτή μια συμφωνία για τη μεσοπρόθεσμη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους». Επεσήμανε ότι εξάλλου αυτός είναι και ο τρόπος για την οριστική εμπέδωση της σταθερότητας και της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία που θα ανοίξει και τον δρόμο για την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ερωτήθηκε πολλές φορές από τους δημοσιογράφους για το πότε θα ισχύσουν τα μέτρα στα οποία συμφώνησε η κυβέρνηση και τα αντισταθμιστικά αντίμετρα που θα εξασφαλίσουν ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, απαντώντας σε κάθε περίπτωση: «Τόσο τα μέτρα όσο και τα αντίμετρα θα ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2019. Αν δεν πετύχουμε τους στόχους μας για 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα το 2018, τότε με κάποιο τρόπο θα πρέπει να συμπληρωθεί το κενό που έχει δημιουργηθεί, στο σύνολο της δημοσιονομικής πολιτικής. Έχω την απόλυτη βεβαιότητα, όπως και το οικονομικό επιτελείο, ότι με βάση τη σημερινή εικόνα της ελληνικής οικονομίας, την αναπτυξιακή της πορεία και την υπεραπόδοση εσόδων δεν υπάρχει θέμα μη επίτευξης των στόχων».
Σε άλλο σημείο, κληθείς να σχολιάσει σχετικές δηλώσεις του προέδρου του Eurogroup, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι «ο κ. Ντάισελμπλουμ είπε το αυτονόητο, ότι δηλαδή μπορούν να προχωρούν οι χώρες της ΕΕ σε δημοσιονομικές ελαφρύνσεις αν και στο βαθμό που τηρούν τους κανόνες της Ευρωζώνης και στην περίπτωση της Ελλάδας αν και στο βαθμό που καταφέρνει να επιτύχει τους στόχους της δημοσιονομικής προσαρμογής».
Σε κάθε περίπτωση -και αυτή ήταν η επωδός των δηλώσεων του κ. Τζανακόπουλου- «η ελληνική έννομη τάξη δεν επιτρέπει τη νομοθέτηση μέτρων υπό αίρεση, είτε αυτά είναι επιβαρυντικά μέτρα είτε ελαφρυντικά για τα νοικοκυριά. Αντιθέτως, είναι πάγια κοινοβουλευτική πρακτική νόμος με μεταγενέστερη ημερομηνία έναρξης... Για κάθε ευρώ ψηφισμένης επιβάρυνσης στα ελληνικά νοικοκυριά θα υπάρχει και ένα αντίστοιχο μέτρο που θα ελαφρύνει και θα ψηφιστεί από το ελληνικό Κοινοβούλιο».
Επιπλέον, διευκρίνισε πως η συζήτηση για τον δημοσιονομικό διορθωτή δεν βρίσκεται πια στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.