Συνέντευξη της υπουργού Εργασίας
«Η μη τήρηση της εργατικής νομοθεσίας δεν μπορεί να είναι συμβατή με οποιαδήποτε μορφή δημόσιας χρηματοδότησης», δηλώνει σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Ναυτεμπορική η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Έφη Αχτσιόγλου, σημειώνοντας ότι «στις περιπτώσεις που σε μια επιχείρηση βεβαιώνονται σοβαρές παραβάσεις, όπως η αδήλωτη εργασία, θα υπάρχει ποινή αποκλεισμού από δημόσιους διαγωνισμούς για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα».
Για το ίδιο θέμα προσθέτει πως «ένα από τα εργαλεία για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας θα μπορούσε να είναι και η πρόβλεψη μειωμένου προστίμου για όσους εργοδότες παρανομούν, εφόσον συνοδεύεται από πρόσληψη του αδήλωτου εργαζόμενου».
«Η ουσιαστική εξάλειψη της ανεργίας εξαρτάται από την υλοποίηση του σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης. Σ’ αυτή την κατεύθυνση σχεδιάζουμε τα επόμενα βήματά μας, στοχεύοντας κυρίως στη δημιουργία θέσεων εργασίας για νέους με υψηλά προσόντα, ώστε να ανασχεθεί η τάση φυγής τους στο εξωτερικό (brain drain), καθώς και στην ενίσχυση των υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους. Στο πλαίσιο αυτό ήδη υλοποιείται πρόγραμμα 4.000 θέσεων εργασίας για τη στελέχωση του συνόλου των νοσοκομείων της χώρας».
Η υπουργός Εργασίας υπενθυμίζει τις παρεμβάσεις της διετίας 2015-16 για την ανεργία, που ήταν ο εξορθολογισμός των πόρων υπέρ των ανέργων , η μετατροπή των κοινωφελών προγραμμάτων από 5μηνα σε 8μηνα, με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, η δημιουργία θέσεων εργασίας για 200.000 ανέργους, και προαναγγέλλει ότι για το 2017 έχουν σχεδιαστεί προγράμματα για 78.000 περίπου ανέργους, συνολικού προϋπολογισμού 476 εκατομμυρίων ευρώ.
Σε σχέση με το ανοιχτό μέτωπο των εργασιακών, στην διαπραγμάτευση με τους δανειστές, η υπουργός Εργασίας τονίζει, «Η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των κλαδικών ΣΣΕ αποτελεί ανάγκη που προκύπτει από την ίδια την πραγματικότητα. Το ΔΝΤ μπορεί να συνεχίζει να αρνείται αυτή την πραγματικότητα και να επιμένει να ζητάει ακραία και παράλογα μέτρα, που στόχο έχουν την περαιτέρω διάλυση και απορρύθμιση της εργασίας. Δεν μας κάνει εντύπωση, αφού το ΔΝΤ από κοινού με τις προηγούμενες κυβερνήσεις κατά την περίοδο 2010-2014 ισοπέδωσαν τα εργασιακά δικαιώματα και καλλιέργησαν το έδαφος για την άνθιση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας».
Στο ίδιο πλαίσιο σημειώνει ότι « δεν υπάρχει κανένα ορθολογικό επιχείρημα που να δικαιολογεί την αλλαγή του ορίου των ομαδικών απολύσεων, που επιδιώκουν οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και το ΔΝΤ», ενώ αναφέρει πως η εξειδίκευση των κριτηρίων για την έγκριση ή μη των ομαδικών απολύσεων, δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων.
« Το ΔΝΤ βασίζεται σε μια σειρά από εσφαλμένες εκτιμήσεις σχετικά με το κόστος του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, οι οποίες το οδηγούν σε ένα τελικά αβάσιμο συμπέρασμα ότι οι συντάξεις στην Ελλάδα είναι γενναιόδωρες. Το ΔΝΤ επιμένει σε μια πολιτική λιτότητας, αρνούμενο συχνά την τεκμηριωμένη συζήτηση. Η στάση αυτή δεν αφορά μόνο το ζήτημα των συντάξεων, αλλά συνολικά το ζήτημα της πορείας της ελληνικής οικονομίας. Αναφορικά λοιπόν με την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης, η κυβέρνηση αλλά και οι άλλες πλευρές εργάζονται για να γεφυρωθούν οι αποστάσεις μεταξύ του ΔΝΤ και των ευρωπαϊκών θεσμών σχετικά με τις προβλέψεις για το δημοσιονομικό κενό το 2019. Η γεφύρωση των αποστάσεων αυτών με ρεαλιστικό τρόπο θα συμβάλει στην επίτευξη μιας συμφωνίας άμεσα».