Μία "διαφορετική" συνέντευξη του επικεφαλής του Ποταμιού στην Τατιάνα Στεφανίδου
Για τα παιδικά του χρόνια στην Αγία Βαρβάρα, τις μαθησιακές δυσκολίες, την οικογένειά του, αλλά και για τη σχέση του με τις γυναίκες μίλησε μεταξύ άλλων ο επικεφαλής του Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης, σε μία “διαφορετική” συνέντευξη που παραχώρησε στην Τατιάνα Στεφανίδου και στο κανάλι “Ε”.
Διαβάστε αναλυτικά όσα είπε ο Σταύρος Θεοδωράκης:
Για τα παιδικά χρόνια στην Αγία Βαρβάρα: “Ο κόσμος τότε ήταν πολύ πιο μικρός. Δεν υπήρχε κινητό τηλέφωνο, δεν υπήρχε κάτι που να σου δείχνει πως ζούσαν οι άλλοι, οπότε δεν ένιωθα ότι στερούμαι κάτι. Όταν μεγαλώνεις αντιλαμβάνεσαι ότι κάποια πράγματα που είχαν οι άλλοι εσύ δεν τα είχες. Υπήρχε όμως πολλή χαρά, πολλή ευτυχία, πολλή δουλειά. Οι γονείς μου δούλευαν και οι δύο. Και εγώ όταν μπορούσα βοηθούσα”.
Για τις δουλειές που έκανε παιδί: “Βοηθούσα τον πατέρα μου γιατί δούλευε εφτά μέρες την βδομάδα. Όταν δεν είχα σχολείο πήγαινα και τον βοηθούσα, είτε πρωί, είτε απόγευμα ανάλογα με το να ήμουν πρωινός ή απογευματινός στο σχολείο. Έχω κάνει πολλές δουλειές. Μετά ήμουν σε μια εταιρία που έκανε διανομή τάπερ. Τότε ήταν μόδα τα τάπεργουερ. Πηγαίναμε με το φορτηγό στα αυθαίρετα στο Αιγάλεω, φορτώναμε στον ώμο το κιβώτιο και ανεβαίναμε την πλαγιά για να παραδώσουμε τις παραγγελίες. Όσο πιο φτωχή ήταν μια νοικοκυρά τόσα πιο πολλά τάπερ ήθελε. Με ανατρίχιαζε ο ήχος που έκανε η χαρτόκουτα στη λαμαρίνα του φορτηγού”.
Για τις μαθησιακές δυσκολίες που είχε: “Τότε δεν έλεγαν «έχει δυσλεξία». Έλεγαν «δεν τα παίρνει τα γράμματα». Διάβαζα όλο το βράδυ την προπαίδεια και το πρωί στο σχολείο μου λέγανε «5 επί 5» και εγώ έκανα πρόσθεση για να το βρω. Και τώρα αυτό κάνω. Προσθέτω, δεν κάνω πολλαπλασιασμό και γράφω μόνο κεφαλαία. Αυτό τους εκνεύριζε πολύ. Δεν μπορούσα να παρακολουθήσω όλα τα μαθήματα και χανόμουν. Κάθε χρόνο όμως ερωτευόμουν και άλλη δασκάλα και στο δικό της μάθημα ήμουν πολύ καλός. Μια χρονιά φυσική, την άλλη χρονιά γαλλικά και έτσι πέρασε το γυμνάσιο χωρίς να νιώσω ότι μειονεκτώ. Γιατί στο μάθημα που ήθελα τα κατάφερνα”.
Για την οικογένεια και για τους γονείς του: “Υπήρχε μεγάλη φροντίδα στο σπίτι. Και μερικές φορές θυμώνω με τους νεοέλληνες που λένε «δεν έχω χρόνο για το παιδί μου», «δεν προλαβαίνω να μαγειρέψω» κτλ. Εμένα οι γονείς μου δούλευαν και οι δύο αλλά δεν ένιωσα ούτε μια στιγμή ότι είμαι μόνος ή παραμελημένος”.
Για το δαχτυλίδι που φοράει: “Είναι μια συνήθεια που πήρα από τον πατέρα μου. Οι φτωχοί άνθρωποι έχουν ανάγκη μια πολυτέλεια για να κρατηθούν. Ο πατέρας μου λοιπόν ακόμα και στα πολύ δύσκολά του, φορούσε πάντα ένα φανταχτερό, για την εποχή του, δαχτυλίδι”.
Για τις γυναίκες στη ζωή του: “Στο σχολείο στην Αγία Βαρβάρα θα μ' έβλεπες πάντα ανάμεσα στα κορίτσια. Ήμουν ο καλύτερος φίλος των γυναικών. Και στο σπίτι είχα τρεις αδελφές. Δεν υπάρχει γυναικεία ιστορία που να μην την ξέρω. Μια φίλη μου έχει προτείνει όταν τελειώσω με τα πολιτικά να κάνω ένα blog όπου θα δίνω συμβουλές στις γυναίκες”.
Για τις σχέσεις ανδρών – γυναικών: “Πρέπει να αφήνει χώρο ό ένας στον άλλον. Εγώ δεν ξέρω που πάει η γυναίκα μου το βράδυ όταν βγαίνει, δεν την ελέγχω, δεν ζηλεύω. Μεγαλώσαμε βέβαια στα χρόνια της σεξουαλικής απελευθέρωσης, στις αρχές της δεκαετίας του '80. Λέγαμε «δεν είμαι της γυναικός μου» όπως και η γυναίκα δεν είναι του ανδρός της. Είμαστε ελεύθεροι. Αυτό μπορεί να είναι μόνο ένας τίτλος ή μπορεί να είναι πραγματικότητα, δεν έχει σημασία. Εάν όμως κάποιος δεν είναι ελεύθερος, δεν μπορεί και να υπάρξει ευτυχισμένος με τον άλλον”.
Για τους συνεργάτες του: “Για να κάνεις κάτι σημαντικό στη ζωή σου πρέπει να έχεις ομάδα και να είσαι μέρος μίας ομάδας. Το μόνο πράγμα για το οποίο μπορώ να υπερηφανευτώ στη ζωή μου είναι ότι έχω φτιάξει καλές ομάδες. Στην τηλεόραση, στο Αλάτσι, στο Protagon, στην πολιτική. Μία καλή ομάδα μπορεί να κάνει τη διαφορά, ένας μόνος του δεν μπορεί. Επίσης όλοι δουλεύαμε 20 ώρες την ημέρα”.
Για την επιτυχία των «Πρωταγωνιστών»: “Οι συνεντεύξεις μπορεί να κρατούσαν και 5 ώρες, για να βγάλουμε 10-15 λεπτά. Πολλές φορές αφήναμε τον άλλο να μιλάει, να μιλάει και κάποια στιγμή του έλεγα «ωραία τελειώσαμε, κλείνουμε τις κάμερες»… Συνεχίζαμε όμως την συζήτηση. Ο ίδιος άνθρωπος έλεγε τις ίδιες ιστορίες αυτή τη φορά με φυσικότητα. Στις φυλακές, στα ιδρύματα, στα φτωχικά σπίτια, ένιωθα σαν να είχα απέναντι μου αδέρφια. Και δεν μπαίναμε ποτέ με αυτές τις τεράστιες κάμερες. Είχα πάρει από την Αμερική, μόλις πρωτοβγήκαν, τις φωτογραφικές μηχανές που ήταν και κάμερες. Δεν είχαμε καν τρίποδα, τις στηρίζαμε πάνω στο τραπέζι και έτσι κάναμε τις συνεντεύξεις”.
Για το αν έχει μετανιώσει που μπήκε στην πολιτική: “Υπάρχουν στιγμές που νιώθω ότι κάποιοι δεν με καταλαβαίνουν αλλά, όχι, δεν το έχω μετανιώσει. Πήρα πολύ σοβαρά τον Καζαντζάκη. Η χώρα περνάει δύσκολα και εγώ που μ' αγαπάει ο κόσμος θα του πω μερικές αλήθειες και θα καταλάβει τι πρέπει να κάνει και ποια είναι η λύση. Ήταν μια δύσκολη απόφαση. Για να το αντέξω είπα ότι δεν θα το κάνω για πάντα. «Θα μπεις στην πολιτική, να διορθώσεις αυτά που λες ως δημοσιογράφος ότι πρέπει να διορθωθούν και θα φύγεις», έτσι σκέφθηκα”.
Για τη λάσπη που έχει δεχτεί ο ίδιος και το Ποτάμι: “Λέγανε ψέματα συνέχεια. Για συγγένειες με πολιτικούς, για συμφέροντα, για εργολάβους. Ιστορίες για αγρίους. Στην αρχή γέλαγα. Αναρωτιόμουν: «Είναι χαζοί; Τι λένε στον κόσμο; Ποιος θα τους πιστέψει;». Η αλήθεια είναι ότι εδώ έκανα ένα μικρό λάθος καθώς υπήρξε κόσμος που πίστεψε τα ψέματα που είπαν για μένα. Δεν είναι πολύς αλλά υπάρχει. Έτυχε ένα βράδυ που δεν είχα την μηχανή και πήρα ταξί. Μόλις με άφησε σπίτι, μου λέει «τελικά ρε φίλε, δεν είσαι αυτό που λέμε ότι είσαι». Με πλήγωσε πάρα πολύ που ένας μεροκαματιάρης, που είναι στο ίδιο στρατόπεδο με μένα, είχε πιστέψει όλα αυτά. Και έπρεπε να με δει, να με ακουμπήσει για να καταλάβει ότι του έλεγαν ψέματα”.
Για τις σχέσεις του με πολιτικούς όταν ήταν δημοσιογράφος: “Ότι φωτογραφίες έχω με πολιτικούς είναι από συνεντεύξεις. Είμαι δημοσιογράφος άπειρα χρόνια αλλά δεν υπάρχει ούτε μια φωτογραφία μου σ' ένα γλέντι πολιτικού ή σ' ένα σπίτι πολιτικού. Δεν μπήκα ποτέ στα σαλόνια ή στις λιμουζίνες της πολιτικής. Και έφυγα από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις Τύπου, όταν ένιωσα ότι κάτι δεν πάει καλά. Άρα δεν χρωστάω σε κανέναν, σε κανέναν απολύτως. Και αυτό με κάνει να συμπεριφέρομαι μερικές φορές, ως άτρωτος. Γιατί ξέρω ότι δεν έχουν τίποτα να πουν εις βάρος μου”.
Για τις συγκινητικές στιγμές που έχει ζήσει στην πολιτική: “Στο Ηράκλειο στην πρώτη μου συγκέντρωση έρχεται μια γυναίκα με το παιδί της και μου δίνει ένα φιλί. Της λέω «ποια είσαι» και μου λέει «είμαι αυτή που πριν 10 χρόνια μου είχες πει να μην ντρέπομαι που μεγαλώνω μόνη μου το παιδί μου». Σε μια εκπομπή για τις ανύπαντρες μητέρες είχα πει: «Δεν πρέπει να ντρέπεσαι. Να ντρέπεται αυτός που σ΄ έχει αφήσει. Αλλά εσύ να μην ντρέπεσαι». Αυτή ήταν μια κοπέλα που μεγάλωνε μόνη της ένα παιδί, σε ένα χωριό του Ηρακλείου Κρήτης και ντρεπόταν που την είχε αφήσει ο άντρας της. Εκείνη η εκπομπή την είχε απελευθερώσει. Ε κάτι τέτοια με κάνουν να νιώθω περήφανος για τους «Πρωταγωνιστές»”.
Για το γεγονός ότι κυκλοφορεί χωρίς αστυνομική συνοδεία: “Δεν έχω νιώσει ποτέ ανασφάλεια μέσα στον κόσμο. Και από τις εικόνες που με ενοχλούν στη Βουλή, είναι όταν καταφθάνουν κάποιοι με συνοδεία λες και ήρθε ξανά ο Ομπάμα στην Αθήνα. Έλεος με τα συνοδευτικά αυτοκίνητα και με τις μοτοσικλέτες. Και εγώ αν πάω σε ένα προγραμματισμένο επίσημο ραντεβού μπορεί να έρθει ένας άνθρωπος μαζί μου αλλά όλη τη μέρα κυκλοφορώ μόνος μου με τη βέσπα”.
Για το πώς βλέπει το μέλλον του Ποταμιού: “Το Ποτάμι έχει ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που το αγαπούν. Φαίνεται και στις δημοσκοπήσεις. Είναι αυτό που λέμε δυνητική ψήφος. Ο κόσμος που είναι θετικά διακείμενος με το Ποτάμι αγγίζει το διψήφιο ποσοστό. Αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω σε όλους αυτούς είναι ότι η κατάσταση δεν θα αλλάξει αν συνεχίζουν να επιλέγουν τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα. «Δεν υπάρχει άλλος να ψηφίσει το Ποτάμι, εσύ πρέπει να το ψηφίσεις», είναι αυτό που τους λέω”.
Για τον μέχρι τώρα απολογισμό του στην πολιτική: “Είναι ωραία η διαδρομή. Μπορεί να τρως «ξύλο», να υπάρχει ανηθικότητα, να υπάρχουν χτυπήματα κάτω από τη μέση αλλά όταν ανεβαίνεις σκαλί-σκαλί ζεις και ωραίες εκπλήξεις. Ανοίγει πότε-πότε μια πόρτα, γνωρίζεις κάποιους ανθρώπους και λες: «ναι, άσε τους άλλους να πηγαίνουν με το ασανσέρ, εγώ θα συνεχίσω να πηγαίνω με τις σκάλες και θα συναντήσω αρκετό κόσμο να βγούμε όλοι μαζί στην κορυφή»”.