Είναι αναγκαίο η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης να γίνεται σεβαστή, υπογραμμίζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
«Η αρχή της αλληλεγγύης είναι πλήρης κανόνας του Ευρωπαϊκού Δικαίου και διατυπώνεται σε 15 άρθρα της Συνθήκης της ΕΕ, της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Άρα η παραβίασή της συνεπάγεται κυρώσεις», τόνισε απόψε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος μιλώντας σε εκδήλωση για την 20η επέτειο από την ίδρυση του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του London School of Economics στο Μέγαρο Μουσικής.
Όπως επισήμανε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «η αρχή της αλληλεγγύης αναδεικνύεται σε βασική νομική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεμελιώδους μάλιστα σημασίας για την συνεκτικότητα και, ως εκ τούτου, την βιωσιμότητά της».
Και τούτο, όπως, σημείωσε, διότι η εφαρμογή της αρχής της αλληλεγγύης της επιτρέπει να υπερβεί, μερικώς τουλάχιστον, ορισμένες από τις δυσκολίες που προκαλούνται από τις ιδιαιτερότητες της δομής της και να συμβάλλει στην ενότητα και αποτελεσματικότητα της λειτουργίας της, προς όφελος όλων των κρατών-μελών της, πρωτίστως δε των Ευρωπαίων πολιτών.
«Ενώ δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό τις παρούσες νομικές και πραγματικές συνθήκες και ελλείψει των απαραίτητων -ως συστατικών προς τούτο- στοιχείων δεν εμπίπτει συνταγματικώς στην έννοια του κράτους ούτε έχει ίδια κυριαρχία [...] η θεμελίωση της αρχής της αλληλεγγύης στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο καθιστά δυνατή την, μερικώς τουλάχιστον, υπέρβαση των θεωρητικών και πρακτικών προβλημάτων που μπορούν να προκύψουν από την –sui generis- αυτή φύση. Και τούτο διότι η αρχή της αλληλεγγύης, υπό τα προμνημονευόμενα χαρακτηριστικά της, είναι σε θέση να ενεργοποιήσει in concreto κάθε κράτος-μέλος και κάθε λαό -χωρίς ν’ απεμπολεί την κυριαρχία του, δια της συμμετοχής του στην Ευρωπαϊκή Ένωση- προκειμένου όχι μόνο να συνυπάρχει ειρηνικά και αποτελεσματικά με τους Εταίρους του εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και να συμβάλλει ενεργώς στην προστασία του από εξωτερικούς ή απρόβλεπτους κινδύνους» ανέφερε ο Πρόεδρος.
Ο κ. Παυλόπουλος επισήμανε, επίσης, ότι η αρχή της αλληλεγγύης συντείνει στην πραγμάτωση της «ισχύος εν τη ενώσει», σε βαθμό μάλιστα που μπορεί να θεωρηθεί sine qua non προϋπόθεσή της. Ωστόσο, παρατήρησε ότι «από τα ανωτέρω διαφαίνεται ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας σοβαρής πρόκλησης, η οποία συνίσταται στον ταυτόχρονο σεβασμό όλων των επιμέρους πτυχών και εγγυήσεων της αρχής της αλληλεγγύης. Κυρίως δε των πτυχών και εγγυήσεων της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης, η οποία δέχεται σήμερα και τις μεγαλύτερες πιέσεις».
Μάλιστα, υπογράμμισε πως «εν όψει τούτου είναι αναγκαίο και, επέκεινα, νομικώς επιβεβλημένο η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης να γίνεται σεβαστή και όταν αναλαμβάνεται κοινή δράση των κρατών-μελών με βάση την μεταξύ τους αλληλεγγύη, έτσι ώστε οι εκάστοτε πολιτικές επιλογές να μην αποβαίνουν εις βάρος του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής συνοχής».
Καταλήγοντας, τόνισε ότι «η ερμηνεία του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου καταδεικνύει ότι ο σκοπός όλων των επιμέρους εγγυήσεων της αρχής της αλληλεγγύης, ανεξαρτήτως του υποκειμένου των in concreto υποχρεώσεων που προκύπτουν, είναι κοινός και αφορά την προστασία του Ανθρώπου, ήτοι και του Eυρωπαίου Πολίτη, ως πρωταρχικού θεμελίου της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Και η προστασία αυτή είναι κοινή ευθύνη όλων, με την μορφή μιας υπαρξιακής για την υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, obligatio in solidum».