Την ανάγκη για τη συγκρότηση ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης της χώρας υπογραμμίζει ο πρόεδρος της ΝΔ
Χαιρετισμό σε ημερίδα του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωσταντίνος Καραμανλής και του Ιδρύματος Αντενάουερ, με θέμα «Οι βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές, οδηγός για το μέλλον της Ελλάδας», απήθυνε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης, υπερθεματίζοντας την ανάγκη για τη συγκρότηση ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης της χώρας, που όπως είπε έχει καθυστερήσει δραματικά.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε εκτεταμένη αναφορά στην ελληνική “περιπέτεια” των μνημονίων, επιχειρώντας να απαντήσει στο γιατί άλλες χώρες όπως η Πορτογαλία, η Κύπρος και η Ιρλανδία βγήκαν έγκαιρα από τα προγράμματα λιτότητας και πέρασαν στην ανάπτυξη, σε αντίθεση με την Ελλάδα.
Ο πρόεδρος της ΝΔ εκτίμησε πως έγιναν λάθη στον σχεδιασμό του ελληνικού προγράμματος, τονίζοντας ότι οι στόχοι της δημοσιονομικής προσαρμογής πρέπει να υπηρετούνται περισσότερο από μειώσεις δαπανών και λιγότερο από αυξήσεις φόρων, και οι μειώσεις δαπανών “θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο στοχευμένες και όσο το δυνατόν λιγότερο οριζόντιες”.
“Στην Ελλάδα, δυστυχώς ξέρουμε, 6 χρόνια μετά, με κάποιες εξαιρέσεις ότι έγινε το ακριβώς αντίθετο: δώσαμε πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην φορολογική πολιτική, μεταφέραμε, με αυτόν τον τρόπο, το κόστος των μέτρων συντριπτικά στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό όμως έχει δημιουργήσει επί της ουσίας, μια συνθήκη στην οποία η οικονομία δυσκολεύεται σήμερα, να πάρει μπροστά”, σημείωσε.
Συμπλήρωσε ωστόσο ότι δεν είναι η φορολογική πολιτική το μόνο πρόβλημα του ελληνικού προγράμματος, καθώς πολύ μεγάλο πρόβλημα αποτελεί κατά τον ίδιο η πολιτική βούληση για μεταρρυθμίσεις.
“Πάντα είχα μια απορία, γιατί ήταν ευκολότερο για το ελληνικό πολιτικό σύστημα να ψηφίζει οριζόντιες μειώσεις μισθών και συντάξεων παρά να προβεί σε στοχευμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων ή να αποδεχτεί π.χ. την εφαρμογή της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ για την απελευθέρωση της αγοράς προϊόντων. Στοχευμένες, δηλαδή, και επιλεκτικά προσδιορισμένες μεταρρυθμίσεις”, επεσήμανε και πρόσθεσε: “Και δεν διαπιστώσαμε, βλέπετε, ως πολιτικό σύστημα έγκαιρα το αυτονόητο: Σε κάθε πρόγραμμα προσαρμογής και σε κάθε μεταρρύθμιση υπάρχει πολιτικό κόστος. Το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος, όμως, είναι το πολιτικό κόστος της ακινησίας. Κι αυτό το πολιτικό κόστος είναι μεγαλύτερο από το κόστος οποιασδήποτε πολιτικής πρωτοβουλίας. Το κόστος του να τολμήσεις, του να επιδιώξεις αλλαγές, ακόμα και αν αυτές είναι βραχυπρόθεσμα επώδυνες”.
Αναφέρθηκε ακόμα στην απουσία πολιτικής συναίνεσης στην υλοποίηση κάποιων κοινά αποδεκτών στόχων. Όπως σημείωσε, “η κουλτούρα της “δομικής Αντιπολίτευσης”, του “όχι σε όλα”, δυστυχώς, χαρακτήρισε το πολιτικό μας σύστημα. Και πολύ φοβάμαι ότι δεν μπορέσαμε στην Ελλάδα – σε αντίθεση με το τι έγινε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες – να συνεννοηθούμε για τα αυτονόητα. Και θα με ενδιέφερε να ακούσω και να καταλάβω από τους ομιλητές πως επιτυγχάνεται μια βασική κουλτούρα συναίνεσης και συνεννόησης μεταξύ κομμάτων που έχουν διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, όταν βρίσκονται αντιμέτωπα με σύνθετα προβλήματα”.
Κατόπιν επεσήμανε την ανάγκη για ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης, με συγκεκριμένες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που θα επέτρεπαν στη χώρα μας να προάγει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, προς αντικατάσταση αυτού που κατέρρευσε στα συντρίμμια της κρίσης. “Ένα σχέδιο με έμφαση στην εξωστρέφεια της οικονομίας – τις εξαγωγές, τις ξένες επενδύσεις – αλλά και στην καινοτομία, στην εκπαίδευση, στα πραγματικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας”, υπογράμμισε, ξεκαθαρίζοντας πως “το σχέδιο αυτό δεν είναι το μνημόνιο. Το μνημόνιο δεν καθορίζει σε καμία περίπτωση το σύνολο των επιλογών μας, π.χ. στην εξωτερική πολιτική, στην παιδεία, στην πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων, στη δικαιοσύνη, ούτε φυσικά το μνημόνιο είναι πάντα γραμμένο σε γρανίτη. Αυτό το οποίο έλειπε και εξακολουθεί να λείπει σήμερα από το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι η περιβόητη “ιδιοκτησία” των μεταρρυθμίσεων, η πίστη δηλαδή της πολιτικής δύναμης, η οποία καλείται να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στην ορθότητά του”.
“Αυτό το εθνικό σχέδιο, λοιπόν, ανασυγκρότησης έχει καθυστερήσει δραματικά. Και είναι η συνολική ευθύνη – και κλείνω με αυτήν την παρατήρηση – της επόμενης Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να παρουσιάσει αυτό το σχέδιο στον ελληνικό λαό και έπειτα από την έγκρισή του, να το εκτελέσει με συνέπεια και με αποφασιστικότητα”, ανέφερε καταλήγοντας ο Κυριάκος Μητσοτάκης.