Τα λάθη και η προδιαγεγραμμένη διάσπαση
Τα θετικά και τα αρνητικά της έως τώρα διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η ήττα του Ιουλίου του 2015 που οδήγησε στο μνημόνιο, η διάσπαση που ακολούθησε, η βούληση του κόμματος να εργαστεί σε πολιτικό, οργανωτικό και προγραμματικό επίπεδο για την ολοκλήρωση της τετραετίας και η κατάθεση 26 προτάσεων για τομές, περιλαμβάνονται στην πρόταση της Επιτροπής Θέσεων προς την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ.
Η Κεντρική Επιτροπή αναμένεται να συνεδριάσει το Σάββατο και την Κυριακή, προκειμένου να εγκρίνει τις Θέσεις, ενώ προβλέπεται ότι πέραν αυτών θα συζητηθεί και το θέμα του εκλογικού νόμου. Για το ζήτημα αυτό, η πρόταση της Επιτροπής Θέσεων προς την ΚΕ είναι υπέρ της υιοθέτησης της απλής αναλογικής.
Ένα μεγάλο μέρος από τις 68 σελίδες του κειμένου των θέσεων αναφέρεται στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την εκλογική νίκη του Ιανουαρίου του 2015 και καταγράφει, ασκεί κριτική και χαράζει την μελλοντική πορεία του κόμματος και της κυβέρνησης. Έντονα είναι επίσης και τα στοιχεία της αυτοκριτικής, ιδιαίτερα για την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης μέχρι την εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου του 2015 όπου τονίζεται ότι ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε προετοιμαστεί σωστά για να κυβερνήσει.
Για τη συμφωνία του Ιουλίου του 2015, τονίζεται ότι «δεν εξέφραζε την κυβέρνηση παρότι η συμφωνία υπογράφτηκε με πραξικοπηματικούς όρους μετά από έναν άνευ προηγουμένου εκβιασμό και φέρει το ίχνος μιας εξ αρχής ασύμμετρης διαπραγμάτευσης που επικαθορίστηκε από την πρόθεση των δανειστών να συνεχιστεί αταλάντευτα η απαρέγκλιτη εφαρμογή της ίδιας πολιτικής».
Στο κεφάλαιο για τον απολογισμό σημειώνεται με έμφαση ότι: «την περίοδο μετά την ανάληψη της εξουσίας, η ηγεσία του κόμματος, δεν μπόρεσε να οργανώσει τη λειτουργία του κατά τρόπο που θα έδινε στο κόμμα την ικανότητα να έχει κρίσιμο ρόλο στην προετοιμασία της ανάληψης κυβερνητικής ευθύνης, αλλά και να συμμετάσχει καθοδηγητικά στην διακυβέρνηση. Αυτό εκδηλώθηκε με την έλλειψη προετοιμασίας σε κρίσιμους τομείς, όπου οι υπουργοί αυτοσχεδίασαν (επιτυχώς ή ανεπιτυχώς) είτε γιατί δεν είχαν έτοιμη ύλη είτε γιατί αδιαφόρησαν για την έτοιμη ύλη. Επίσης, το κόμμα δεν μπόρεσε στη διετή περίοδο προετοιμασίας του να συνδέσει τομείς πολιτικής με πρόσωπα, να προετοιμάσει στελέχη για την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών. Ακόμα, στην επιλογή προσώπων επικράτησαν συχνά «επικοινωνιακά» ή/και «διαπαραταξιακά» κριτήρια χωρίς ενδελεχή εξέταση των ικανοτήτων και των προσόντων. Η ουσιαστική παράλυση της συλλογικής λειτουργία του κόμματος, των ενδιάμεσων και των ηγετικών οργάνων του, με την Κεντρική Επιτροπή σε μεγάλο βαθμό να έχει ρόλο οργάνου επικύρωσης και όχι επεξεργασίας και λήψης αποφάσεων και η αδυναμία να συγκροτηθεί καθοδηγητικό κέντρο νομιμοποιημένο και με συνοχή οδήγησαν στη λειτουργία άτυπων και ανομιμοποίητων κέντρων λήψης αποφάσεων και στην ισχυρή τάση να αποδυναμωθεί η συλλογική και δημοκρατική λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ».
Επιλογή Παυλόπουλου
Θετικά κρίνεται η επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να προτείνει τον κ. Προκόπη Παυλόπουλο για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Η σχετική αναφορά στο κείμενο των θέσεων τονίζει: «Η κυβέρνηση επέλεξε να προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας έναν πολιτικό της συντηρητικής παράταξης, τον Προκόπη Παυλόπουλο. Στο πρόσωπό του επιλέχτηκε ένας πολιτικός, ο οποίος, σε κρίσιμα ευρωπαϊκά ζητήματα, τήρησε κριτική στάση απέναντι στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και στον περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας. Αυτά προκάλεσαν διαφοροποιήσεις στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας κατά την ψηφοφορία. Ο νέος Πρόεδρος κινείται θετικά στο πλαίσιο του πολιτειακού του ρόλου».
Το δημοψήφισμα
Για το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επίσημες θέσεις που έχει διατυπώσει μέχρι τώρα ο πρωθυπουργός και ο ΣΥΡΙΖΑ. Ειδικότερα επισημαίνεται: «Το αποτέλεσμα ήταν, σε κάθε καμπή αυτής της διαπραγμάτευσης, το κόμμα να εκπλήσσεται από διαρκώς νέα δεδομένα και να μην μπορεί να αντιδράσει στις επιθέσεις και στην υπονομευτική δράση του αντιπάλου. Διακηρυγμένος στόχος του δημοψηφίσματος ήταν η ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της κυβέρνησης σε μια άνιση και ασύμμετρη μάχη. Σε συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής ασφυξίας και συντριπτικής πολιτικής και θεσμικής υπεροπλίας του αντιπάλου, η κυβέρνηση αναζήτησε δημοκρατική νομιμοποίηση προκειμένου να αποκρούσει μια πρόταση που προέβλεπε την 5μηνη παράταση της προηγούμενης δανειακής σύμβασης, χωρίς επαρκή χρηματοδότηση, διατηρώντας έτσι την οικονομική αβεβαιότητα και μεταθέτοντας απλώς τον κίνδυνο ενός Grexit στο άμεσο μέλλον. Κάλεσε τον ελληνικό λαό να απορρίψει τη συγκεκριμένη πρόταση των δανειστών, κρατώντας ζωντανή την ελπίδα να επιτευχθεί βιώσιμη και ρεαλιστική συμφωνία στο πλαίσιο των υφιστάμενων, εξαιρετικά δυσμενών, ευρωπαϊκών συσχετισμών. Με το δημοψήφισμα προτείναμε ένα νέο υπόδειγμα, πέρα από τις λογικές της υποταγής με τις οποίες είχαν συνδεθεί ως τώρα τα προγράμματα προσαρμογής. Για πρώτη φορά μια κυβέρνηση κράτους μέλους της ΕΕ και της ευρωζώνης αμφισβήτησε ευθέως την πολιτική της επιθετικής λιτότητας, της εσωτερικής υποτίμησης, της ασφυκτικής εποπτείας και της σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής. Για πρώτη φορά ένας ευρωπαϊκός λαός διεκδίκησε ευθέως το δικαίωμά του να αξιολογήσει, να κρίνει και να συναποφασίσει για όσα τον αφορούν. Παρόλο που το εγχείρημα δεν τελεσφόρησε πλήρως, κατάφερε να ενσφηνώσει στην καρδιά της Ευρώπης ένα νέο μοντέλο άσκησης πολιτικής, στον αντίποδα της μέχρι τότε επικρατούσας λογικής της άνευ όρων παράδοσης και της τυφλής υποταγής των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Επαναφέραμε στο προσκήνιο το ζήτημα της δημοκρατίας και του σεβασμού της λαϊκής κυριαρχίας, αφυπνίζοντας συνειδήσεις και ενεργοποιώντας δημοκρατικά πολιτικά αντανακλαστικά. Η ελληνική κυβέρνηση διεκδίκησε, για λογαριασμό όλων των ευρωπαϊκών λαών, ένα διαφορετικό δρόμο και μια διαφορετική Ευρώπη. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και η τιμωρητική λογική των αντιποίνων που ήρθε ως απάντηση στο «όχι» του ελληνικού λαού αποκάλυψαν πόσο ορατός είναι ο κίνδυνος αναβίωσης των εθνικισμών σε μια Ευρώπη που θα ηγεμονεύεται από μία και μόνη δύναμη και έδειξαν πως η καταστρατήγηση της δημοκρατικά εκφρασμένης βούλησης ενός λαού απειλεί να δυναμιτίσει τα θεμέλια ολόκληρου του ευρωπαϊκού θεσμικού οικοδομήματος. Συνέβαλαν έτσι στην κινητοποίηση προοδευτικών δυνάμεων, διανοουμένων και πολιτικών. Στο πλευρό της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ στάθηκαν ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις πέραν των συγγενικών κομμάτων και των παραδοσιακών συμμάχων της Αριστεράς (Ευρωπαίοι Πράσινοι, ένα μέρος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών), ζητώντας να γίνει σεβαστή η δημοκρατική βούληση του ελληνικού λαού. Τόσο το τελεσίγραφο των θεσμών όσο και το σύνολο της πολιτικής τους αποτελούσε μέρος ενός εν εξελίξει πραξικοπήματος με διπλό στόχο. Την διατήρηση του υφιστάμενου μνημονιακού πλαισίου και την ανατροπή της ελληνικής κυβέρνησης. Το συντριπτικό «όχι» της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση των παραπάνω σχεδιασμών. Επιπλέον, ως την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, μόνη πρόταση που υπήρχε στο τραπέζι των συζητήσεων από την πλευρά των δανειστών ήταν η ολοκλήρωση της, τελματωμένης από τον Αύγουστο του 2014, πέμπτης αξιολόγησης μαζί με ένα νέο, σκληρό μνημόνιο. Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου επέτρεψε μιας 3ετούς διάρκειας συμφωνία με κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας και δέσμευση για ρύθμιση του χρέους σε προσδιορισμένο χρόνο και με σχετικά ορισμένο περιεχόμενο. Είναι γεγονός πως δεν καταφέραμε να εξασφαλίσουμε τη συμφωνία που επιθυμούσαμε. Η συμφωνία δεν εξέφραζε την κυβέρνηση παρότι η συμφωνία υπογράφτηκε με πραξικοπηματικούς όρους μετά από έναν άνευ προηγουμένου εκβιασμό και φέρει το ίχνος μιας εξ αρχής ασύμμετρης διαπραγμάτευσης που επικαθορίστηκε από την πρόθεση των δανειστών να συνεχιστεί αταλάντευτα η απαρέγκλιτη εφαρμογή της ίδιας πολιτικής, σφραγίστηκε επίσης από την βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να αντισταθεί σε αυτή την προοπτική και να εξασφαλίσει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα υπό τις δεδομένες συνθήκες. Την επαύριον του δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με το εξής εκβιαστικό δίλημμα: είτε να υπογράψει μια συμφωνία που θα της εξασφάλιζε τριετή χρηματοδότηση ύψους 86 δις, με αντάλλαγμα την υιοθέτηση μιας σειράς αναμφίβολα σκληρών μέτρων, είτε να οδηγήσει τη χώρα σε άτακτη χρεοκοπία, με απρόβλεπτες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Το δίλημμα εξάλλου που μας τέθηκε δεν ήταν «μνημόνιο ή δραχμή» αλλά «μνημόνιο, είτε με ευρώ είτε με δραχμή ή άτακτη χρεοκοπία». Απορρίπτοντας τόσο την τυφλή ρήξη όσο και την άνευ όρων υποταγή, προτιμήσαμε την υποχώρηση και τακτική αναδίπλωση προκειμένου να ανασυγκροτήσουμε τις δυνάμεις μας και να προχωρήσουμε, διατηρώντας την ελπίδα κατίσχυσης, σε έναν άνισο αγώνα που συνεχίζεται. Σε ότι αφορά το πρώτο σκέλος της συμφωνίας, τη δανειακή σύμβαση δηλαδή, η ελληνική κυβέρνηση πέτυχε να αποτρέψει το σχέδιο διαρκούς χρηματοδοτικού εκβιασμού που υποστηριζόταν από ακραίους συντηρητικούς ευρωπαϊκούς κύκλους - κυρίως την ομάδα Σόιμπλε - και το οποίο παρέμενε ενεργό μέχρι και το EuroGroup της 14ης Αυγούστου. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, η Ελλάδα θα έπρεπε είτε να αρκεστεί σε ένα πεντάμηνο πρόγραμμα παράτασης της προηγούμενης δανειακής σύμβασης είτε να προχωρήσει, μετά την 12η Ιουλίου, σε μια σειρά διαδοχικών χρηματοδοτήσεων, που θα είχαν ως αποτέλεσμα την παράταση της αβεβαιότητας αλλά και την ενίσχυση των δυνατοτήτων εκβιασμού των δανειστών για την εφαρμογή υφεσιακών και αντικοινωνικών μέτρων και πολιτικής».
Η διάσπαση και οι εκλογές
Στο κείμενο των Θέσεων η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ μετά την ψήφιση του μνημονίου θεωρούνταν προδιαγεγραμμένη. Στο σχετικό κεφάλαιο επισημαίνεται: «Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τη συμφωνία του Ιουλίου, ήταν προδιαγεγραμμένη. Η έκταση των αποστρατεύσεων, όμως, θα μπορούσε να μειωθεί, εφόσον η ηγεσία του κόμματος επιδείκνυε την ετοιμότητα να οργανώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα την εσωκομματική συζήτηση που χρειαζόταν. Η απόφαση για σύγκλιση έκτακτου Συνεδρίου και η ακύρωσή του μετά, εξαιτίας της οπωσδήποτε αναγκαίας προκήρυξης εκλογών, απομάκρυναν από τις γραμμές μας ανθρώπους που μπορούσαν και θα έπρεπε να είναι μαζί μας, ακόμα και μετά την απογοήτευση που προκάλεσε η συμφωνία του Ιουλίου».
Υπό αυτό το πρίσμα εκτιμάται ότι η προκήρυξη εκλογών ήταν αναγκαία διότι, πρώτον, η κυβέρνηση είχε υποχρεωθεί να αναδιπλωθεί και να αναπροσαρμόσει την πολιτική της και επομένως έπρεπε, όπως είχε δεσμευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά, να ρωτήσει εκ νέου τον λαό και, δεύτερον, επειδή, μετά την άρνηση ψήφου σημαντικού μέρους των βουλευτών, δεν είχε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αναφέρεται επίσης ότι: «Η απαίτηση της αστικής αντιπολίτευσης και των συντρόφων μας που συγκρότησαν τη ΛΑΕ να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση από την ίδια Βουλή οδηγούσε, με διαφορετικά κίνητρα, στο να σύρει τον ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση συνεργασίας με τα κόμματα του παλιού καθεστώτος και στην ουσιαστική και αμετάκλητη ακύρωση της τομής του Γενάρη αντίθετα με την λαϊκή ετυμηγορία. Η νίκη στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, απέδειξε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει οικοδομήσει ισχυρούς δεσμούς με τα λαϊκά στρώματα, ενώ η αστική αντιπολίτευση εξακολουθεί να ταυτίζεται με το παλιό καθεστώς. Με τη λαϊκή ετυμηγορία του Σεπτεμβρίου ο ΣΥΡΙΖΑ εδραιώνεται ως κυρίαρχη δύναμη στα πολιτικά πράγματα της χώρας και ως νέος ηγεμονικός πόλος στο υπό διαμόρφωση εγχώριο και ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό. Η δεύτερη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ακύρωσε τα σχέδια εγχώριων και ξένων δυνάμεων που είχαν επενδύσει στη στρατηγική της «αριστερής παρένθεσης», διαψεύδοντας τις ελπίδες όσων απεργάζονταν το σύντομο τέλος της αριστερής κυβέρνησης και την παλινόρθωση των δυνάμεων του δικομματισμού. Αν η κατάρρευση του δικομματισμού συνέβαλε, έναν χρόνο πριν, στην ανάδειξη, για πρώτη φορά, της Αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία, η δεύτερη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ επιτάχυνε την αποσύνθεση του παλιού πολιτικού συστήματος και πυροδότησε διαδικασίες και διεργασίες ανασύνθεσης και αναδιάταξης του πολιτικού χάρτη της χώρας, συμπιέζοντας ιδίως τις δυνάμεις του λεγόμενου Κέντρου και της Σοσιαλδημοκρατίας (υπαρξιακή κρίση ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ, τριχοτόμηση της ΔΗΜΑΡ, συρρίκνωση της απήχησης του Ποταμιού, ατελέσφορη ως τώρα αναζήτηση πολιτικής, ιδεολογικής και προγραμματικής φυσιογνωμίας της ΝΔ υπό τη νέα της ηγεσία). Κατέρριψε το μύθο της δήθεν τυχαίας ή συγκυριακής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Ιανουάριο στην κυβερνητική εξουσία. Έδειξε ότι η ενίσχυση των δυνάμεων της Αριστεράς στην Ελλάδα δεν ήταν ένα μεμονωμένο ή ευκαιριακό γεγονός αλλά μέρος μιας ευρύτερης κοινωνικής δυναμικής ενάντια στις πολιτικές της λιτότητας, της εσωτερικής υποτίμησης και της σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής. Αυτή η κοινωνική δυναμική ωθεί σε μια σειρά προοδευτικών μετατοπίσεων και αλλαγών και αλλού στην Ευρώπη (νέα κυβέρνηση με τη στήριξη αριστερών δυνάμεων στην Πορτογαλία, κρίση του δικομματισμού, μετά τη μεγάλη εκλογική επιτυχία των Podemos και την υποχώρηση των συντηρητικών δυνάμεων, στην Ισπανία, ήττα της δεξιάς κυβέρνησης στην Ιρλανδία, ριζοσπαστικοποίηση του Εργατικού Κόμματος υπό τον Κόρμπιν στη Βρετανία, κ.λ.π.). που είχαν αποχωρήσει».
Πρόγραμμα τριετίας
Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να διαμορφώσει ένα πρόγραμμα τριετίας, δηλαδή μέχρι το επόμενο Συνέδριό του, που χρονικά συμπίπτει περίπου με τη διάρκεια της συμφωνίας της κυβέρνησης με τους δανειστές, τονίζεται στις Θέσεις, ενώ επισημαίνεται ότι οι προγραμματικές του δυνατότητες, ως κόμματος που ηγείται της κυβέρνησης, υπόκεινται σε περιορισμούς. Οι περιορισμοί αυτοί είναι, πρώτον, το διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον, που καθορίζεται από την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού με ισχυρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, παρ' όλες τις ρωγμές που διαφαίνονται, και, δεύτερον, οι όροι της συμφωνίας και το καθεστώς επιτροπείας από τους δανειστές. Σε αυτό το δυσμενές πλαίσιο χρειάζεται ένα πρόγραμμα ρεαλιστικό που θα αξιοποιεί κάθε δυνατότητα, προκειμένου να εκπληρωθεί ο προγραμματικός στόχος της παραγωγικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας. Πρώτο μέλημα αυτού του προγράμματος στις σημερινές συνθήκες είναι η αναστροφή της υφεσιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας με όσο δυνατό υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και μείωσης της ανεργίας. Σε αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει ο αναπτυξιακός νόμος που, για πρώτη φορά, εξαρτά την ενίσχυση επιχειρηματικών σχεδίων από την αποτελεσματικότητά τους και δίνει έμφαση στον χωρικό σχεδιασμό, στην επιλογή προνομιακών κλάδων με ειδικά πλεονεκτήματα, στην ενίσχυση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία. Επίσης, ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ο καλός σχεδιασμός του ΕΣΠΑ 20142020 και η καταπολέμηση, σε αυτόν τον σχεδιασμό, των φαινομένων διαφθοράς, πελατειακών σχέσεων και κακοδιαχείρισης που επέδειξαν οι κυβερνήσεις του παλιού καθεστώτος. Για να είναι βιώσιμη η ανάπτυξη, χρειάζεται να συνδέεται με κοινωνική δικαιοσύνη και κοινωνικό έλεγχο - δηλαδή με αξιοπρεπείς και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, με οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες, με αναδιανομή μέσω της φορολογίας και των κοινωνικών δαπανών, με την προστασία και την αναβάθμιση του περιβάλλοντος, και σχεδιασμό. Σε αυτό το πλαίσιο είναι επιτακτική ανάγκη η αναγέννηση και ενίσχυση του συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος, των οικολογικών κινημάτων και η διαμόρφωση κινήματος αλληλέγγυας και κοινωνικής οικονομίας, πεδία στα οποία οι οργανώσεις του κόμματος καλούνται να πρωτοστατήσουν.
26 Προγραμματικές τομές που προτείνει και διεκδικεί ο ΣΥΡΙΖΑ
1. Μετασχηματισμός του κράτους
Δημοκρατική επαναθέσμιση του πολιτικού συστήματος Το Σύνταγμα της Ελλάδας χρειάζεται αναμόρφωση, η οποία όμως δεν είναι τεχνική υπόθεση και διαδικασία. Σε κάθε εγχείρημα αναθεώρησης του Συντάγματος θα συγκρουστούν δύο διαμετρικά αντίθετες επιδιώξεις: η εμβάθυνση της δημοκρατίας και η προστασία των κοινωνικών κατακτήσεων από τη μια και η συνταγματοποίηση της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας από την άλλη, την οποία συνεχίζουν να επιδιώκουν τα κόμματα του παλαιού καθεστώτος.
Γι' αυτόν τον λόγο, κάθε σχέδιο αναθεώρησης του Συντάγματος χρειάζεται προσεκτικά βήματα που θα παίρνουν υπόψη τους συσχετισμούς. Ανεξάρτητα όμως από τη διαδικασία και τους χρόνους της συνταγματικής αναθεώρησης, υπάρχουν σημαντικές αλλαγές που μπορούν και πρέπει να αρχίσουν αμέσως και να γίνουν το ταχύτερο. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, ουσιαστικό στοιχείο τέτοιων αλλαγών είναι η ενίσχυση του ρόλου των αιρετών συλλογικών οργάνων της λαϊκής κυριαρχίας και η αύξηση της συμμετοχής των πολιτών στη διαμόρφωση της πολιτικής και στη λήψη αποφάσεων σε κάθε επίπεδο.
2. Δίκαιο εκλογικό σύστημα και ενίσχυση του ρόλου του Κοινοβουλίου. Σταθερός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι να θεσμοθετηθεί για όλα τα αιρετά όργανα του κράτους, το Κοινοβούλιο, τα Περιφερειακά και τα Δημοτικά Συμβούλια, το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής.
3. Μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης
4. Τοπική Αυτοδιοίκηση συμμετοχική, με αρμοδιότητες και πόρους
5. Ασυμβίβαστοι ενάντια στη διαπλοκή και τη διαφθορά
6. Αστυνομία με τον πολίτη, όχι απέναντί του
7. Προστασία της εργασίας και ενίσχυση της απασχόλησης
8. Καθολική πρόσβαση σε ένα αναβαθμισμένο δημόσιο σύστημα υγείας
9. Ανθρώπινα δικαιώματα για πρόσφυγες και μετανάστες
10. Για την πολιτική αλληλεγγύης και πρόνοιας
11. Άρση των διακρίσεων φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού
12. Εκπαίδευση με επίκεντρο τον άνθρωπο
13. Πολιτισμός, τέχνες και δημιουργία . Ο ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας πως ο πολιτισμός αποτελεί αυταξία και κοινό αγαθό στο οποίο όλοι πρέπει να έχουν ισότιμη πρόσβαση, επιδιώκει, μέσα από διαρκή και ζωντανό διάλογο με των γραμμάτων και των τεχνών, τη διαμόρφωση ενός πλαισίου πολιτικών για την πολιτιστική κληρονομιά, τις τέχνες και την δημιουργία.
14. Τραπεζικό σύστημα στην υπηρεσία της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνίας
15. Ενίσχυση της κοινωνικής οικονομίας
16. Στήριξη νέων μικρομεσαίων επιχειρήσεων
17. Για ένα αξιόπιστο πλαίσιο προστασίας του περιβάλλοντος και χωρικού σχεδιασμού
18. Ριζοσπαστική πολιτική για την έρευνα, την καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες
19. Αγροτική παραγωγή και κτηνοτροφία με στόχο τη διατροφική επάρκεια
20. Ένα νέο ενεργειακό υπόδειγμα με προτεραιότητα στις κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανάγκες
21. Ένα σύγχρονο μοντέλο για την ανάπτυξη της βιομηχανίας και μεταποίησης στη χώρα
22. Κατασκευές, υποδομές και μεταφορές για το δημόσιο συμφέρον
23. Βιώσιμος τουρισμός προς όφελος των τοπικών κοινωνιών και της οικονομίας
24. Ανεξάρτητη και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική για την ειρήνη .
25. Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για μια Ευρώπη της δημοκρατίας, της ειρήνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της οικολογίας παραμένει επίκαιρη και ενισχύεται με την ενδυνάμωση της Αριστεράς.
26. Δημοκρατική ανασυγκρότηση των Ενόπλων Δυνάμεων. Η υπεράσπιση της ειρήνης, η φιλειρηνική εξωτερική πολιτική και η δημοκρατία στις Ένοπλες Δυνάμεις αποτελούν οργανικά κομμάτι του πολιτικού σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ. Διεκδικούμε και προτείνουμε ένα σύγχρονο σύστημα δημοκρατικού ελέγχου των ενόπλων δυνάμεων με αυξημένες αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου με μια νέα στρατηγική σχεδιασμού της άμυνας και ανάπτυξης της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας που αποτελεί προϋπόθεση για την επιχειρησιακή αυτονομία του στρατού: Νέα στρατηγική προμηθειών αμυντικού υλικού, αξιοκρατική πολιτική αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού των Ε.Δ., αναβάθμιση της θητείας με παράλληλη προώθηση της εναλλακτικής κοινωνικής υπηρεσίας σε κοινωνικούς φορείς, αναπροσανατολισμός των στρατιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και σχολών, βελτίωση των συνθηκών ζωής και υπηρεσίας του προσωπικού και ενίσχυση του κοινωνικού ρόλου των ενόπλων δυνάμεων.