Τρία νέα στοιχεία που δημιουργούν το ιδεολογικό, οργανωτικό και πολιτικό υπόβαθρο για μια εκ βάθρων ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, στο συνέδριο του Φεβρουαρίου, περιλαμβάνονται στην απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Το πρώτο στοιχείο είναι η ιχνογράφηση των ιδεολογικών αναφορών, με κεντρικό στοιχείο τη θέση που διατυπώνεται στην απόφαση για την επικαιροποίηση της στρατηγικής του δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό που προφανώς θα τεθεί στο συνέδριο. Ειδικότερα η απόφαση τονίζει ότι:
«Έχουμε ανάγκη από όραμα που θα εμπνέει την κοινωνία και κυρίως τη νέα γενιά, και γι' αυτό θα εργαστούμε για την επικαιροποίηση της στρατηγικής του δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό, στις νέες συνθήκες ενός ιδιότυπου πολέμου θέσεων, για τον ανθρωποκεντρικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, με σεβασμό και συνεχή διεύρυνση δικαιωμάτων και ελευθεριών».
Το δεύτερο στοιχείο, που δεν υπήρξε στην εισήγηση της ΠΓ προς την ΚΕ, είναι η θέση για την ανάγκη επικοινωνίας και συνεννόησης με «συντρόφους και συντρόφισσες» που αποχώρησαν μετά τη διάσπαση και δεν έχουν ενταχθεί σε άλλα κόμματα. Σημειώνεται ότι δεν γίνεται αναφορά σε στελέχη ή απλά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που αποχώρησαν με την διάσπαση. Είναι η πρώτη πολιτική κίνηση που γίνεται μετά τη διάσπαση του κόμματος. Η σχετική αναφορά στην απόφαση της ΚΕ έχει ως εξής:
«Στην πορεία προς το Συνέδριο, αλλά και μετά από αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιδιώξει να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας και συνεννόησης και με συντρόφους και συντρόφισσες που αδρανοποιήθηκαν ή αποχώρησαν από το κόμμα και δεν προσχώρησαν σε άλλους πολιτικούς οργανισμούς».
Η απόφαση επιβεβαιώνει ότι το συνέδριο θα πραγματοποιηθεί το πρώτο δίμηνο του 2016.
Στην απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά στο μοντέλο του κόμματος, τη σχέση του με την κυβέρνηση και την κοινωνία που θα αποτελέσουν, από τα κεντρικά θέματα του συνεδρίου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπόθεση της ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ, οι ιδεολογικές και πολιτικές του θέσεις ιεραρχούνται ως κορυφαία θέματα, και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι προς αυτή την κατεύθυνση, η απόφαση προβλέπει την ανασυγκρότηση του Τμήματος Θεωρίας της Κεντρικής Επιτροπής και τον σχετικό προσανατολισμό της λειτουργίας του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς.
Η απόφαση επισημαίνει ότι η ικανότητα του κόμματος ώστε σοβαρά και αξιόπιστα, έγκαιρα και πριν του ζητηθεί, να απαντά δια των κεντρικών του οργάνων αφενός στις «ανάγκες» της διακυβέρνησης και αφετέρου στις ανάγκες του κόμματος για παρέμβαση στην κοινωνία και στο κίνημά της, θα προσδιοριστούν από τον βαθμό υλοποίησης καθηκόντων όπως:
* Η άμεση συγκρότηση του τομέα συντονισμού κυβέρνησης και κόμματος.
* Η ανασυγκρότηση του Οργανωτικού Γραφείου, για την κάλυψη των κενών σε πρόσωπα και χώρους ευθύνης.
* Η ανασυγκρότηση των περιφερειακών συντονιστικών, με δημιουργία συντονιστικής γραμματείας. Η συζήτηση σε αυτά για τις εκτιμήσεις και το πρόγραμμα δράσης και πολιτικού ανοίγματος πρέπει να προηγηθεί των Νομαρχιακών Επιτροπών και να ολοκληρωθεί στις επόμενες 10 ημέρες.
* Οι Ν.Ε., έχοντας ήδη συζητήσει τις εκτιμήσεις για τις εκλογές, να στραφούν κυρίως στον σχεδιασμό και στον προγραμματισμό της δράσης και του πολιτικού ανοίγματος των Νομαρχιακών Οργανώσεων και των Οργανώσεων Μελών, καθώς και της παρέμβασης τους στο κίνημα, παραδοσιακό και νέο.
Για τις σχέσεις κόμματος-κυβέρνησης, η απόφαση τονίζει ότι το πελατειακό, κομματικό και ρουσφετολογικό κράτος των ημετέρων είναι ακριβώς αυτό που εμείς έχουμε στόχο να γκρεμίσουμε και προσθέτει ότι «η Αριστερά ήταν το θύμα του -δεν θα γίνει τώρα ο νέος διαχειριστής του. Και το διαφορετικό ήθος της Αριστεράς, που τόσα χρόνια διακηρύσσαμε, ήρθε η ώρα να το κάνουμε πράξη, τελειώνοντας οριστικά με τις πρακτικές του παρελθόντος».
Εμείς, υπογραμμίζει η απόφαση, «εμπεδώνουμε καθημερινά την αξιοκρατία, τις ίσες ευκαιρίες και το κράτος δικαίου για όλους τους Έλληνες πολίτες, ανεξάρτητα από τις πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις τους και τον τρόπο ζωής τους» και επισημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ένα κόμμα που δεν απορροφάται από το κράτος, δεν κρατικοποιείται με τη μαζική μεταπήδηση των στελεχών του στον κρατικό μηχανισμό, δεν αποκόπτεται από τις κοινωνικές τάξεις που εκπροσωπεί και δεν εκφυλίζεται σε κρατικό όργανο.
Στην επίσης εκτενή αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος, η Κεντρική Επιτροπή εκτιμά ότι:
«Από την πρώτη στιγμή προκήρυξης των εκλογών, αναπτύχθηκε μια προσπάθεια απαξίωσης της διαδικασίας έκφρασης της λαϊκής βούλησης. Υποστηρίχθηκε ότι, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, η νέα κυβέρνηση δεν θα έχει κανένα περιθώριο άσκησης πολιτικής πέρα από την εφαρμογή του νέου μνημονίου. Η λυσσασμένη προσπάθεια, όμως, των ίδιων πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων να επιβάλουν μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού (ή, τουλάχιστον, τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού στο κυβερνητικό σχήμα) αναδεικνύει την κρισιμότητα που έχει η σημερινή κυβέρνηση και άρα μια μεγάλη αντίφαση με το παραπάνω επιχείρημα. Η αντίφαση προκύπτει από τρεις βασικούς λόγους:
α. Η διαδικασία της διαπραγμάτευσης περιλαμβάνει ακόμα μια σειρά από κρίσιμες μάχες πάνω σε ανοιχτά μέτωπα.
β. Η υλοποίηση των μέτρων θα αποτελέσει μια συγκρουσιακή διαδικασία, πάνω στην οποία μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα προσπαθήσει να μειώσει τις αρνητικές επιπτώσεις για την κοινωνική πλειοψηφία.
γ. Υπάρχει μεγάλο εύρος πολιτικών πρωτοβουλιών που μπορούν να παρθούν εκτός της επικράτειας του μνημονίου. Πρωτοβουλίες που μπορούν να συμβάλλουν σε μια διαφορετική κατεύθυνση, για την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας, της δημοκρατίας και των κοινωνικών αναγκών της μεγάλης πλειοψηφίας».
Προτεραιότητες για την επόμενη περίοδο
Για τις προτεραιότητες σε επίπεδο κυβέρνησης για την επόμενη περίοδο, η απόφαση της ΚΕ τονίζει ότι χρειάζεται σκληρή και συντονισμένη προσπάθεια, με άμεσο ορίζοντα τη συζήτηση για την απομείωση του χρέους και την άρση, το συντομότερο δυνατόν, των capital controls. Προσθέτει ότι η διαπραγμάτευση για τη διευθέτηση του χρέους θα αποτελέσει κομβικό σημείο, όχι μόνο για τα δημόσια οικονομικά του ελληνικού κράτους, αλλά και για τα στρατηγικά διακυβεύματα της ΕΕ, για τη σχέση του ευρωπαϊκού πλεονασματικού βορρά με τον υπερχρεωμένο νότο. Θα αποτελέσει την έναρξη της αλλαγής στην καρδιά της Ευρώπης.
Παράλληλα αναφέρει και το ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, «που θα διασφαλίσει πλήρως τις καταθέσεις και που ταυτόχρονα θα οδηγήσει στην εξυγίανση του πιστωτικού συστήματος από τα λεγόμενα "κόκκινα" δάνεια».
Η ΚΕ θεωρεί ότι η επιτυχής έκβαση αυτών των δύο κρίσιμων διαδικασιών, που προβλέπονται στη συμφωνία, έως το τέλος του έτους, είναι ίσως ο πιο κρίσιμος κάβος για την αρχή της ανάκαμψης. Αν αυτά πάνε καλά, υπογραμμίζει, τότε η οικονομία μπορεί να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και παράλληλα να προωθηθούν μέτρα πολιτικής και στόχοι σε όλα τα θέματα που υπερβαίνουν την ατζέντα και τους περιορισμούς της συμφωνίας.