Για «πύρρειο νίκη» εάν επικρατήσει το «Όχι» στο δημοψήφισμα της Κυριακής, κάνει λόγο σε άρθρο του ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Στέλιος Κούλογλου απευθυνόμενος στον Έλληνα πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα.
Ο κ. Κούλογλου γίνεται κατ' αυτόν τον τρόπο ο δεύτερος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ που χαράσσει διαχωριστικές γραμμές από την κυβερνητική πολιτική, μετά τον Κώστα Χρυσόγονο, τονίζοντας ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να απορρίψει την νέα πρωτοβουλία Γιούνκερ.
Παράλληλα, στο άρθρο του ο Στέλιος Κούλογλου υπογραμμίζει ότι «ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι συντριπτικά σε βάρος της ελληνικής κυβέρνησης, που στην σημερινή συγκυρία δεν καλείται να νικήσει κατά κράτος, αλλά να πετύχει τον καλύτερο συμβιβασμό με τις λιγότερες απώλειες».
Παραδέχεται μεν τα «βρόμικα παιχνίδια των δανειστών», αλλά εκφράζει την εκτίμησή του ότι «δεν θα δώσει λύση στο αδιέξοδο».
«Αν το «ναι» υπερισχύσει, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί σε παραίτηση εγκαινιάζοντας, λόγω και της ανυπαρξίας εναλλακτικών λύσεων, ένα μεγάλο κύκλο πολιτικής αβεβαιότητας. Για τις οικονομικές και τις άλλες οδυνηρές συνέπειες της αβεβαιότητας αυτής, θα κατηγορηθεί η αριστερά» προσθέτει, ενώ σημειώνει ότι «και στην περίπτωση που το «όχι» υπερισχύσει, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική ολιγαρχία θα σεβαστούν την λαϊκή ετυμηγορία. Είναι αντίθετα πολύ πιθανό να υιοθετηθεί μια τιμωρητική απάντηση προς τους Έλληνες ψηφοφόρους»
Διαβάστε το άρθρο του Στέλιου Κούλογλου
Αν πράγματι η πρωτοβουλία Γιούνκερ για την επανέναρξη του διαλόγου έχει κάποια στέρεα βάση, τότε η κυβέρνηση δεν πρέπει να την απορρίψει. Μπορεί ο πρόεδρος της Κομισιόν να παραποίησε χοντροκομμένα την πραγματικότητα στην χθεσινή συνέντευξη τύπου που έδωσε. Αλλά η πρωτοβουλία του για την εκ νέου επανέναρξη του διαλόγου, όπως διέρρευσε αργά χθες το βράδυ, φέρνει στην επιφάνεια τις παρασκηνιακές κινήσεις που βρίσκονται σε κίνηση, για την άρση του αδιεξόδου ανάμεσα στην Ελλάδα και τους δανειστές.
Οι χωρίς ιστορικό προηγούμενο εκβιαστικές ενέργειες των τελευταίων, από τις ρητορικές απειλές και τις επεμβάσεις στα εσωτερικά της χώρας μέχρι τις αποφάσεις του eurogroup και της ΕΚΤ που οδήγησαν στην επιβολή περιοριστικών μέτρων στις τραπεζικές συναλλαγές, εξοργίζουν όλους όσους πιστεύουμε στην δημοκρατία και τις ευρωπαϊκές αξίες. Όμως ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι συντριπτικά σε βάρος της ελληνικής κυβέρνησης, που στην σημερινή συγκυρία δεν καλείται να νικήσει κατά κράτος, αλλά να πετύχει τον καλύτερο συμβιβασμό με τις λιγότερες απώλειες.
Το δημοψήφισμα της Κυριακής, κίνηση σχεδόν αναγκαστική μετά την αδιαλλαξία και τα βρόμικα παιχνίδια των δανειστών, δεν θα δώσει λύση στο αδιέξοδο. Αν το «ναι» υπερισχύσει, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί σε παραίτηση εγκαινιάζοντας, λόγω και της ανυπαρξίας εναλλακτικών λύσεων, ένα μεγάλο κύκλο πολιτικής αβεβαιότητας. Για τις οικονομικές και τις άλλες οδυνηρές συνέπειες της αβεβαιότητας αυτής, θα κατηγορηθεί η αριστερά.
Αλλά και στην περίπτωση που το «όχι» υπερισχύσει, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική ολιγαρχία θα σεβαστούν την λαϊκή ετυμηγορία. Είναι αντίθετα πολύ πιθανό να υιοθετηθεί μια τιμωρητική απάντηση προς τους Έλληνες ψηφοφόρους, όχι μόνο με άρνηση επανέναρξης των διαπραγματεύσεων αλλά και με πολλαπλασιασμό της οικονομικής ασφυξίας. Θα πρόκειται για πύρρειο νίκη της αριστεράς, που θα χρεωθεί την οικονομική και κοινωνική αποσταθεροποίηση. Ο απώτερος στόχος είναι να βγάλουν την αριστερά από τον χάρτη για τα επόμενα 50 χρόνια. Και θα πρέπει να αποφευχθούν όλα τα λάθη που θα μπορούσαν να επιτρέψουν κάτι τέτοιο.
Για τους παραπάνω λόγους, είναι προς το συμφέρον της ελληνικής πλευράς να αξιοποιήσει τις όποιες πρωτοβουλίες,όπως αυτή του Γιούνκερ, για να επιτύχει τον βασικό της στόχο, σήμερα: την ακύρωση των πραξικοπηματικών κινήσεων για την ανατροπή της και την παραμονή της στην εξουσία. Παίζεται το μέλλον όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά ολόκληρης της ευρωπαϊκής αριστεράς: μετά από τέτοιο πόλεμο, η σημερινή κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη από την ιστορία, να κάνει όλες τις απαραίτητες κινήσεις για να επιβιώσει.