Το σκωτσέζικο ντους που μας επιβάλουν οι «Εταίροι» συνεχίζεται. Όσο μακρύτερα τραβήξει αυτό το πρωτοφανές παζάρι, τα «σούρτα φέρτα» με τους Ευρωπαίους, τόσο το χειρότερο για τη χώρα και για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η αβεβαιότητα για την κατάληξη του παζαριού είναι ο χειρότερος αργός θάνατος για την ελληνική οικονομία. Υπονομεύει τις όποιες λίγες ελπίδες ανάκαμψης και την ίδια την κυβέρνηση. Οι κυβερνώντες οφείλουν να αφουγκραστούν την οικονομική παραλυσία, την αγορά, την πιάτσα όπου τίποτα δεν κινείται,.
Αυτές οι κουβέντες δεν αποτελούν φυσικά αντιπολιτευτικό παπαγαλισμό. Εκφράζουν την απτή πραγματικότητα, την οποία αν την παραβλέπουν οι κυβερνώντες, διαπράττουν εγκληματικό λάθος σε βάρος της χώρας και της δικής τους ύπαρξης. Δεν αποκλείεται αυτή η ίδια η αναβλητικότητα και η καθυστέρηση στη λήψη της όποιας απόφασης, να οδηγήσει τελικά στην ανατροπή τους. Κάτι τέτοιο ασφαλώς θα προκαλέσει γλυκιά ικανοποίηση στους «Εταίρους» και στην υπερκυβέρνηση του Βερολίνου, όσο και αν η Αγγέλα Δωροθέα Μέρκελ, παριστάνει ότι δήθεν «φλερτάρει» με τον Αλέξη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ξεκαθαρίσει οριστικά ποιες είναι οι κόκκινες γραμμές που δεν μπορεί και δεν πρέπει να δεχτεί, σύμφωνα με τις εντολές που έχει λάβει από τον ελληνικό λαό. Κατά την άποψή μας, αυτές αφορούν κυρίως τα ακόλουθα θέματα : «μειώσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, εργασιακά, ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου και δημόσιων φορέων όπως η ΔΕΗ, πλειστηριασμοί για πρώτες κατοικίες, υφεσιακή και αντιαναπτυξιακή πολιτική, μόνιμη και αδιέξοδη λιτότητα, απαίτηση για μεγάλα σχετικά δημοσιονομικά πλεονάσματα, μη χαλάρωση των δανειακών βαρών της χώρας».
Η παραβίαση των απαράβατων αυτών κόκκινων γραμμών θα οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, στην απαξίωση και στην έξωση του ΣΥΡΙΖΑ από την κυβέρνηση και την υποκατάστασή του από τους γνωστούς εκλεκτούς του Ευρωιερατείου. Εφ’ όσον το Βερολίνο επιμείνει στην παραβίασή τους, οι διαπραγματεύσεις θα φτάσουν σε αδιέξοδο. Τότε, η μόνη λύση που απομένει είναι να κληθεί ο ελληνικός λαός να αποφασίσει ποιον δρόμο επιθυμεί να ακολουθήσει. Να δεχτεί ένα νέο σκληρό Μνημόνιο με παραμονή στην ευρωζώνη; Ή την άρνηση ενός μνημονικού συμβιβασμού, γεγονός που θα οδηγήσει στην έξοδο από το ευρώ; Με ανατροπή του μνημονίου, με συντεταγμένη και μελετημένη μετάβαση στη δραχμή, με νοικοκύρεμα του κράτους, αυτοδύναμη ανάπτυξη, εθνική αξιοπρέπεια και κοινωνική δικαιοσύνη;
Εφ΄ όσον δοθεί ισότιμο δημόσιο βήμα σε σοβαρούς υποστηρικτές των δύο απόψεων στο ίδιο ερώτημα, της θετικής και της αρνητικής, είμαστε περισσότεροι από βέβαιοι ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού θα υπερψηφίσει τη δεύτερη απ’ αυτές. Και τότε, θα οδηγηθούμε στην έξοδο από την καταστροφική ευρωζώνη που μπορεί και πρέπει για το καλό όλων, να λάβει χαρακτήρα βελούδινου και όχι συγκρουσιακού διαζυγίου.
Μεγάλη σημασία έχει φυσικά η στάση που θα τηρήσει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα τέτοιο δημοψήφισμα. Αν «κλείσει το μάτι» στο συμβιβασμό με τους «Εταίρους» όπως ονειρεύονται πολλοί έξω και μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, τότε μπορεί να κερδίσει έστω και οριακά το δημοψήφισμα. Αλλά στην πραγματικότητα θα έχει παραβιάσει τις κόκκινες γραμμές και σε σύντομο διάστημα, σε έξι μήνες το πολύ σε ένα χρόνο, θα καταρρεύσει και θα αποτελεί παρελθόν. Ευχόμαστε και ελπίζουμε ότι, ο Αλέξης Τσίπρας που μέχρι σήμερα έχει αποδειχτεί ότι οσφραίνεται σωστά τα μηνύματα των καιρών, θα αποφύγει τις Ερινύες του συμβιβασμού που συχνά συμπλέουν με καρεκλολατρεία και οσφυοκαμψία και να πράξει το καλύτερο δυνατό για τη χώρα.
Στο ερώτημα αν πρέπει να έχουμε δημοψήφισμα ή εκλογές, εκτιμούμε ότι το πρώτο από τα δύο είναι το πρέπων. Στην περίπτωση εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ ενδέχεται να χάσει την αξιοπιστία του, αφού δύσκολα μπορεί να ζητήσει ξανά την ψήφο του ελληνικού λαού για να διαπραγματευτεί και πάλι μια καλή συμφωνία για τη χώρα. Και πάνω σ’ αυτή την αντίφαση, δεν αποκλείεται να χάσει τις εκλογές.
Γεγονός είναι ότι, το κατεστημένο, ξένο και εγχώριο, φοβάται ένα καθαρό δημοψήφισμα που θα οδηγήσει τη χώρα σε έξοδο από την ευρωζώνη. Γι΄ αυτό και προσπαθεί με κάθε μέσο να το αποτρέψει. Ελπίζουμε ότι δε θα του περάσει και η χώρα θα απαλλαγεί από τις αλυσίδες της υποτέλειας και της μόνιμης τραγωδίας που βιώνουμε.
*Ο Θεόδωρος Κατσανέβας είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς στην οικονομική της εργασίας