“Αποκλείω έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, διότι αγαπώ την Ευρώπη”, δηλώνει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, το οποίο θα κυκλοφορήσει σήμερα, Σάββατο, και εκφράζει την πεποίθηση ότι η Ευρώπη δεν θα ρισκάρει την διάλυσή της για ομόλογα αξίας 1,6 δισεκατομμυρίου ευρώ.
Τονίζει πάντως ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει περάσει τη θηλιά στον λαιμό της Αθήνας, παρά το γεγονός ότι στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου αποφασίστηκε να δοθεί “αέρας να αναπνεύσουμε” και διαβεβαιώνει ότι η κυβέρνησή του θέλει να προχωρήσει στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά δεν θα μειώσει κι άλλο τους μισθούς.
Το σημερινό χρέος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί, τονίζει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και επισημαίνει ότι υπάρχουν διάφοροι τρόποι να λυθεί αυτό πρόβλημα. “Μέσω ενός κουρέματος, μιας αναδιάρθρωσης ή ομολόγων, η αποπληρωμή των οποίων θα συνδέεται με την ανάπτυξη. Το σημαντικότερο είναι όμως να λύσουμε το σοβαρότερο πρόβλημα: Αυτό είναι η λιτότητα, η οποία οδήγησε το χρέος στα ύψη”, δηλώνει ο κ. Τσίπρας και, ερωτηθείς αν το θέμα και στην περίπτωση της τρόικας είναι η γλωσσολογία αντί της πολιτικής, επισημαίνει: “Όχι. Δεν είναι θέμα ορολογίας, αλλά ουσίας του θέματος. Κάθε χώρα στην Ευρώπη πρέπει να συνεργαστεί με αυτούς τους θεσμούς. Αυτό όμως είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την τρόικα, η οποία δεν ελέγχεται από κανέναν. Οι υπάλληλοί τους έρχονταν στην Ελλάδα για να μας επιτηρήσουν αυστηρά. Τώρα συζητούμε και πάλι απευθείας με τους θεσμούς. Η Ευρώπη, μέσω αυτής της αλλαγής, έγινε πιο δημοκρατική”.
Παλαιότερα, προσθέτει, η τρόικα έστελνε στην κυβέρνηση e-mail με οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνει. “Οι σχεδιασθείσες μεταρρυθμίσεις μας είναι απαραίτητες, αλλά για αυτές θα αποφασίσουμε οι ίδιοι, δεν θα μας επιβληθούν από κανέναν. Είμαστε οι πρώτοι που θέλουν να σταματήσουν την μεγάλη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή. Ως τώρα πληρώνουν μόνο οι μικροί και όχι οι πλούσιοι. Θέλουμε όμως και να οργανώσουμε το κράτος πιο αποτελεσματικά”, αναφέρει.
Ο κ. Τσίπρας ερωτάται ακόμη αν τον Ιούνιο θα χρειαστεί ένα νέο πακέτο διάσωσης, για να απαντήσει ότι “δεν θα το ονόμαζα έτσι” και να εξηγήσει: “Θα έλεγα ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη χρηματοδότησης. Τα τελευταία χρόνια όμως κάναμε μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή. Έχουμε τώρα πρωτογενή πλεονάσματα αντί για ελλείμματα, αλλά δεν μπορούμε ακόμη να δανειστούμε χρήματα από τις αγορές. Για αυτό πρέπει να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη, να είμαστε ανταγωνιστικοί και να έχουμε ανάπτυξη. Μέχρι τότε, θα πρέπει να χρηματοδοτηθούμε διαφορετικά”.
Αρνείται ωστόσο κατηγορηματικά την ιδέα ότι η χρηματοδότηση αυτή αποτελεί “φιλανθρωπία”. “Το θέμα είναι η κοινή ευθύνη και η αλληλεγγύη της Ευρώπης. Αν η Ελλάδα δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τα χρέη της, αυτό αφορά και τους εταίρους μας. Είναι λοιπόν απαραίτητο ένα δίχτυ ασφαλείας για την Ελλάδα και πρέπει ταυτόχρονα, όσο το δυνατόν συντομότερα, να επιστρέψουμε στις αγορές. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι συνδεδεμένο με πρόγραμμα το οποίο οδήγησε την κοινωνία σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αλλά με ένα που θα μας φέρει ανάπτυξη”, υπογραμμίζει.
Στην παρατήρηση μάλιστα ότι αυτό δεν είναι κάτι που θα ήθελε να ακούσει η γερμανική κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι, αν και κάποιοι πιστεύουν ότι για τις επενδύσεις είναι προϋπόθεση η μείωση των μισθών, στην Ελλάδα, όπου μειώθηκαν ήδη κατά 40%, δεν υπάρχει σχεδόν καμία νέα επένδυση, καθώς οι δανειστές είχαν ως στόχο την διάσωση των τραπεζών και δεν έλυσαν το θέμα της ρευστότητας. “Δεν θέλουμε να δανειζόμαστε επ' άπειρον, θέλουμε να βγούμε από αυτή την στενωπό. Μπορούμε όμως να δεσμευτούμε σε μέτρα τα οποία μπορούμε να εφαρμόσουμε”, σημειώνει και αναφέρεται στον φορολογικό μηχανισμό, στην γραφειοκρατία, στο περιουσιολόγιο, στο κτηματολόγιο κλπ.
Ο κ. Τσίπρας ερωτάται ακόμη γιατί θεωρεί ότι θα επιτύχει εκεί όπου απέτυχαν οι προκάτοχοί του και τονίζει ότι “εμείς δεν είμαστε μέρος του παλιού συστήματος, όπως οι προκάτοχοί μας”, ενώ αναφέρει ότι η κυβέρνηση θα περιορίσει την αχαλίνωτη δραστηριότητα των ολιγαρχών. “Ελέγχουν τα ΜΜΕ και παίρνουν από τις τράπεζες συνεχώς μεγάλα δάνεια, σε αντίθεση με τους κανονικούς επιχειρηματίες. Θέλουμε να ελέγξουμε και την δουλειά των κρατικών προμηθευτών, οι οποίοι δημιουργούν μεγάλα καρτέλ. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αντίθετος σε αυτό. Και είμαστε αποφασισμένοι να το καταπολεμήσουμε”, συμπληρώνει, για να υπογραμμίσει ότι σχεδιάζεται η δημιουργία ενός ανεξάρτητου φορολογικού συμβουλίου. Κάνει δε λόγο για δύο Ελλάδες, μία των τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν στο όριο της φτώχειας και μιας άλλης που πηγαίνει στα μπουζούκια της παραλιακής ή στην Μύκονο. “Ξέρουμε ότι πολλά από αυτά τα μπαρ και τα εστιατόρια δεν εκδίδουν αποδείξεις. Εναντίον αυτής της Ελλάδας θα είμαστε πολύ αυστηροί”, υπογραμμίζει και αναφέρεται στην δημιουργία μιας Ομάδας Δράσης, της οποίας τα μέλη θα αλλάζουν κάθε δύο μήνες.
Σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, ο Αλέξης Τσίπρας διαβεβαιώνει ότι η δημόσια περιουσία θα αξιοποιηθεί, αλλά δεν θα πωληθούν όλα.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το πώς η Αθήνα θα αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις της το επόμενο διάστημα, ο πρωθυπουργός μιλά για έντοκα γραμμάτια, και σε ό,τι αφορά την ΕΚΤ τονίζει: “Αν η ΕΚΤ επιμείνει σε αυτή την απόφαση (σσ. να μην δέχεται τα ελληνικά ομόλογα), τότε θα αναλάβει μεγάλη ευθύνη. Τότε θα επιστρέψει το θρίλερ που είδαμε πριν από το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου. Αυτό όμως θα έπρεπε να είναι μια πολιτική απόφαση και όχι μια απόφαση που θα λάβουν τεχνοκράτες”. Εκφράζει πάντως την πεποίθηση ότι θα ληφθούν οι απαραίτητες αποφάσεις προκειμένου να ξεπεραστεί το δημοσιονομικό κενό ως το τέλος Απριλίου.
Σχετικά με την πολιτική λιτότητας στην Ευρώπη, αναφέρει ότι η Ευρώπη βρίσκεται ενώπιον ενός διλήμματος: είτε να δεχθεί τις απαιτήσεις των λαών του Νότου και να αλλάξει πορεία, είτε να αντιδράσει αλαζονικά και τιμωρητικά - και τότε η Ελλάδα σταδιακά θα πνιγεί. Μιλάει μάλιστα και για πολιτικό κίνδυνο στην Ευρώπη, όχι από τους Podemos, αλλά από τον Μπέπε Γκρίλο, τη Μαρίν Λεπέν και τον Νάιτζελ Φαράτζ, και απορρίπτει κατηγορηματικά τις εικασίες περί απομόνωσης της Ελλάδας στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις.
Σε ερωτήσεις σχετικά με την κριτική που έχει δεχθεί τελευταία ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουγφάκης, ο πρωθυπουργός είναι ιδιαίτερα αυστηρός, τονίζοντας ότι ο ίδιος και η κυβέρνησή του δεν αναμιγνύονται στα εσωτερικά θέματα της Γερμανίας και περιμένει το ίδιο και από τους άλλους. Ερωτώμενος ωστόσο εάν συνέστησε στον κ. Βαρουφάκη να δίνει λιγότερες συνεντεύξεις, διευκρινίζει ότι ζήτησε από όλα τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου “λιγότερα λόγια και περισσότερες πράξεις”.
Η τελευταία ερώτηση της συνέντευξης αφορά στο ενδεχόμενο επίσκεψης του κ. Τσίπρα στο Βερολίνο. Ο πρωθυπουργός εξηγεί ότι πήγε στο Παρίσι, στη Ρώμη, στην Βιέννη και στις Βρυξέλλες, όπου τον κάλεσαν οι ομόλογοί του, αλλά δεν έχει λάβει ακόμη πρόσκληση από την Άνγκελα Μέρκελ. Οι δύο ηγέτες έχουν μιλήσει αρκετές φορές τηλεφωνικά, ενώ έχουν συναντηθεί και στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια. “Πιστεύω ότι έχουμε καλή σχέση, καλή χημεία μεταξύ μας”, σημειώνει και προσθέτει ότι ο ίδιος δε ζήτησε συνάντηση, καθώς είναι πρωθυπουργός για πολύ λίγο καιρό. “Όταν ήθελα να μιλήσω με την κυρία Μέρκελ, της τηλεφώνησα. Αλλά δεν πηγαίνω πουθενά όπου δεν έχω προσκληθεί”, καταλήγει.