Χωρίς την ολοκλήρωση του Προγράμματος για την Ελλάδα μέσα σε ένα αποδεκτό χρονικό διάστημα, το κόστος για τη χώρα μεγεθύνεται υπέρμετρα, σημείωσε ο υπουργός Οικονομικών, Γκίκας Χαρδούβελης, σε χαιρετισμό του σε εκδήλωση του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου.
Μάλιστα, προσδιόρισε τους ενδεχόμενους κινδύνους από τη μη ολοκλήρωση του Προγράμματος, στους εξής:
“Πρώτον, υπάρχει απώλεια πόρων της τάξης των 7,2 δισ. ευρώ. Τα μισά προέρχονται από δάνεια της ΔΝΤ και τα υπόλοιπα μισά από την Ευρωζώνη. Μάλιστα, τα 1,8 δισ. ευρώ από τα χρήματα της ευρωζώνης είναι καθαρή δωρεά, δεν αποτελούν νέο δάνειο. Είναι η επιστροφή στην Ελλάδα του κεφαλαιακού κέρδους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την αγορά ελληνικών ομολόγων σε πολύ χαμηλή τιμή.
Η απώλεια του παραπάνω ποσού θα δυσχέραινε πολύ τη λειτουργία του κράτους, καθώς ήδη από το πρώτο τρίμηνο του 2015 οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου είναι μεγάλες, ενώ ευελιξία στη χρηματοδότηση δεν υπάρχει. Το κράτος έχει ήδη δανειστεί το μέγιστο δυνατό ποσό μέσω εντόκων γραμματίων (15 δισ. ευρώ) και η πρόσβαση στην αγορά ομολόγων είναι απαγορευτική.
Δεύτερον, η Ελλάδα θα αναγκαστεί να επιστρέψει το ποσό των 11,4 δισ. ευρώ, που έχει σήμερα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Αυτά είναι χρήματα που δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν μέχρι σήμερα για την προστασία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Η επιστροφή τους θα μειώσει μεν το ελληνικό χρέος με το αντίστοιχο ποσό, αλλά θα ακυρώσει ένα ποσό ευρωπαϊκών χρημάτων που υπήρχε ως μαξιλάρι.
Τρίτον, η Ελλάδα θα βρεθεί μόνη της να αντιμετωπίσει τις αγορές, όποτε τις χρειαστεί. Δεν θα υπάρχει ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης, κανένα δηλαδή μαξιλάρι ασφαλείας.
Τέταρτον, χωρίς την ολοκλήρωση του Προγράμματος, η ΕΚΤ δεν θα παρέχει τη συνήθη ρευστότητα που παρέχει στις ελληνικές τράπεζες, και που τον Νοέμβριο ανέρχονταν σε περίπου 45 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες θα αναγκαστούν να χρησιμοποιούν τον μηχανισμό του ELA (Emergency Liquidity Assistance) από την Τράπεζα της Ελλάδος, ο οποίος λειτουργεί με αποκλειστικό εγγυητή το ελληνικό δημόσιο και κοστίζει περισσότερο. Το επιπλέον κόστος θα πιέσει τα εγχώρια επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων και νοικοκυριών ακόμα πιο ψηλά.
Πέμπτον, θα εμφανιστεί τότε σχεδόν αδύνατη η υπαγωγή των ελληνικών τραπεζών στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης. Θα χάσει η Ελλάδα το τρένο της εύκολης χρηματοδότησης, το οποίο θα χρησιμοποιούν οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης”.
Στον αντίποδα, σύμφωνα με τον κ. Χαρδούβελη, εάν κλείσει η αξιολόγηση, η Ελλάδα θα εισπράξει 7,2 δισ. ευρώ και θα έχει πρόσβαση στη χρηματοδότηση της ΕΚΤ. Επιπλέον, η χώρα θα μπει σε μια νέα σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους για περίπου ένα χρόνο.
Ο κ. Χαρδούβελης περιέγραψε αυτήν τη σχέση ως εξής:
“Πρώτον, η χώρα θα καθορίσει μαζί με τους Ευρωπαίους εταίρους τους όρους που θα διέπουν τον ευρωπαϊκό προληπτικό μηχανισμό στήριξης, τον ECCL (Enhanced Conditions Credit Line). Το ποσό της πιστωτικής αυτής γραμμής αναμένεται να προέλθει από την επιστροφή του μεγαλύτερου ποσού, περίπου 10 δισ. ευρώ, από το ΤΧΣ.
Δεύτερον, η ύπαρξη του ECCL θα μειώσει και τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου από τις αγορές. Η χώρα θα έχει ικανοποιητική πρόσβαση στη χρηματοδότηση των αναγκών της από την ελεύθερη αγορά.
Τρίτον, θα διαπραγματευτεί η ίδια η χώρα και τους όρους συμμετοχής της. Στο ECCL θα συμπεριληφθούν ορισμένα διαρθρωτικά ορόσημα, που απαιτείται η χώρα να πληροί. Αυτά θα αποτελούνται κυρίως από δράσεις που δεν τελείωσαν το 2014 στο 2ο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής , αλλά και άλλες δράσεις, αποκλειστικά δικές μας, που προέρχονται από το δικό μας ελληνικό Πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης”.
Επίσης, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, θα είναι ώριμο να ανοίξει και η συζήτηση για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, ως εξής:
“Πιθανόν η νέα κυβέρνηση να καταλήξει σε συμφωνία που θα περιλαμβάνει την επιμήκυνση της διάρκειας λήξης των δανείων τού επίσημου τομέα. Η επιμήκυνση είναι μια τροποποίηση των όρων τού δανείου, που μπορεί να γίνει αποδεκτή από τους εταίρους. Χωρίς ζημία στον Ευρωπαίο φορολογούμενο, μας βοηθάει διότι σπρώχνει τις υποχρεώσεις μας βαθύτερα προς το μέλλον, μειώνοντας την παρούσα αξία τους. Πιθανόν η νέα κυβέρνηση να καταλήξει και στη μετατροπή επιτοκίων από κυμαινόμενα σε σταθερά. Η μετατροπή αυτή αποτελεί ευκαιρία τη σημερινή εποχή, στην οποία τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού είναι χαμηλά. Θα βοηθήσει την ικανότητα αποπληρωμής των δανείων στο μέλλον ανεξάρτητα, αν στο μέλλον αυξηθούν τα επιτόκια.
Τέλος, η σχέση με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα μπορούσε να μεταβληθεί σε πιστοληπτική γραμμή στήριξης, σε αντιστοιχία με το ευρωπαϊκό ECCL”.