Η Δικαιοσύνη θα πράξει το καθήκον της και όσοι παραπεμφθούν θα έχουν δίκαιη δίκη, δεσμεύτηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης, Χαράλαμπος Αθανασίου, σχολιάζοντας από τη Θεσσαλονίκη την πρόταση του εισαγγελέα για παραπομπή στο ακροατήριο των μελών της Χρυσής Αυγής.
“Δηλώνω κατηγορηματικά ότι η Δικαιοσύνη θα πράξει το καθήκον της και όσοι παραπεμφθούν – αν παραπεμφθούν – θα έχουν μια δίκαιη δίκη, όπως απαιτεί το Σύνταγμα, το κράτος δικαίου και η Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων”, τόνισε ο υπουργός στο περιθώριο ημερίδας, με θέμα “Θεσμοί σε Κρίση”, που διοργάνωσε η ΟΝΝΕΔ.
Ο κ. Αθανασίου, αναφερόμενος στις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση, είπε ότι η προδικασία έφθασε στο τέλος και με την ολοκλήρωση της προανάκρισης γίνεται η πρόταση του εισαγγελέα στο Συμβούλιο Εφετών, προκειμένου για να παραπεμφθούν σε δίκη άτομα, εφόσον υπάρξουν αδικήματα.
“Η Δικαιοσύνη κάνει το έργο της ανεξάρτητα χωρίς να επηρεάζεται και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι ζηλευτή, πράγμα που αναγνωρίζεται από όλους του Ευρωπαίους εταίρους μας”, επεσήμανε.
Σχολιάζοντας εξάλλου τις καταγγελίες στελεχών της Χρυσής Αυγής, που υποστηρίζουν ότι η Δικαιοσύνη επηρεάζεται από τα πολιτικά κόμματα, είπε ότι αυτές οι απόψεις έχουν στόχο να παραπληροφορήσουν τους πολίτες. “Αυτά που ακούστηκαν από ορισμένα μέλη της Χρυσής Αυγής ότι η Δικαιοσύνη επηρεάζεται από την πολιτική εξουσία είναι εκ του πονηρού και είναι περιττό ακόμα και να τα διαψεύδει κανείς, γιατί παραπληροφορούν και αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη”, κατέληξε.
Αναφερόμενος στο φλέγον ζήτημα των τελευταίων ημερών, τις καταγγελίες περί χρηματισμού βουλευτών για να ψηφίσουν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο υπουργός σχολίασε: "Αυτά είναι αστειότητες, δεν νομίζω ότι τα πιστεύουν και οι ίδιοι. Προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα πολωτικό κλίμα”.
Ο κ. Αθανασίου εκτίνησε ότι τελικά οι βουλευτές “θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και θα εκλέξουν πρόεδρο” και κατηγόρησε όσους διατυπώνουν αυτές τις καταγγελίες ότι σε περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο, θέλουν να έχουν ένα πρόσχημα, για να μπορούν να λένε - όπως είπε - ότι πιέστηκαν και ότι εξαγοράστηκαν βουλευτές. “Είναι ντροπή να λέγονται διότι δεν αποσκοπούν σε τίποτε άλλο, παρά να υπονομεύουν τους θεσμούς και το δημοκρατικό πολίτευμα”, επεσήμανε και τόνισε ότι με τη λογική αυτή θα μπορούσε να πει κανείς και το αντίστροφο, “ότι δηλαδή αυτές οι συζητήσεις γίνονται για να αποθαρρύνουν, ή να ενοχοποιήσουν, κατά κάποιο τρόπο, στοχοποιώντας βουλευτές, ούτως ώστε να μην ψηφίσουν πρόεδρο Δημοκρατίας”, όπως είπε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος εξάλλου στο δημοσιογραφικό απόρρητο που επικαλέστηκε ο δημοσιογράφος της εφημερίδας που παρουσίασε το θέμα, δήλωσε ότι ο δημοσιογράφος έχει το δικαίωμα να αποκρύπτει της πηγές του, αλλά – όπως υπογράμμισε – όταν πρόκειται για ζητήματα υψίστης σημασίας τότε δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο. “Δεν ξέρω μέχρι που πάει αυτό το δημοσιογραφικό απόρρητο, αλλά θέλω να πω ότι όταν υπονομεύονται οι θεσμοί, όταν υπονομεύεται το ίδιο το κράτος του δικαίου κάθε υπεύθυνος πολίτης πρέπει να κατονομάζει, ή τουλάχιστον αν δεν θέλει να πει την πηγή του απ΄όπου προέρχονται οι πληροφορίες του τουλάχιστον να πει: να ο συγκεκριμένος βουλευτής πιέστηκε, ή εκβιάστηκε, η του έγινε απόπειρα δωροδοκίας. Δεν νομίζω ότι υπάρχει σοβαρός Έλληνας που να τα πιστεύει αυτά”, υπογράμμισε.