Σε ρητή διάψευση των σεναρίων περί εξίσωσης του εισαγωγικού μισθού στο Δημόσιο με τον κατώτατο του ιδιωτικού τομέα (586 ευρώ), προέβη ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Κυριάκος Μητσοτάκης, εμφανιζόμενος στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης της Βουλής, όπου υπερψηφίστηκε στη δεύτερη ανάγνωσή του το νομοσχέδιο για την ανοιχτή χρήση των δημοσίων δεδομένων.
“Κανείς δεν μπορεί να συγκρίνει μηνιαίο μισθό στον ιδιωτικό τομέα και στον δημόσιο, διότι στο μεν ιδιωτικό τομέα έχουμε 14 μισθούς και στον δημόσιο 12, άρα οποιαδήποτε τέτοια σύγκριση σε επίπεδο μηνιαίων μισθών είναι από τη φύση της άδικη”, σημείωσε ο κ. Μητσοτάκης. Εξάλλου, “δεν λαμβάνεται υπόψη και το ότι ο εισαγωγικός μισθός στο Δημόσιο αφορά στον υπάλληλο υποχρεωτικής εκπαίδευσης και υπάρχει μια προσαύξηση ανάλογα με τα εκπαιδευτικά προσόντα που δεν υπάρχει κατ' ανάγκη στον ιδιωτικό τομέα”, ανέφερε ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης.
Στο παραπάνω πλαίσιο, ο κ. Μητσοτάκης επανέλαβε πως το Δημόσιο χρειάζεται να κάνει πραγματική χρήση της διετούς δοκιμαστικής περιόδου που προβλέπει ο Υπαλληλικός Κώδικας, αξιολογώντας τον υποψήφιο υπάλληλο και διαμορφώνοντας σ' αυτόν “πραγματική συνείδηση δημόσιου λειτουργού”.
“Χρειάζεται ένα σύστημα πραγματικής αναφοράς σε κάποιον προϊστάμενο, ο οποίος θα δρα ως μέντορας, ως σύμβουλος στον νέο υπάλληλο, ο οποίος θα διανύσει αυτή τη διετία και θα δοκιμαστεί εάν πραγματικά αξίζει να παραμείνει δημόσιος υπάλληλος”, τόνισε ο κ. Μητσοτάκης. Η αξιολόγηση αυτή, πρόσθεσε, “προφανώς και θα καταλήγει τελικά, στο ότι μεγάλη πλειοψηφία των υπαλλήλων θα μετεξελίσσεται σε μόνιμους, αλλά θα μπορεί να εντοπίσει και εκείνους τους υπαλλήλους που δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, και για τους οποίους δεν πρέπει να προσφερθεί το προνόμιο της μόνιμης απασχόλησης”.
“Όσον αφορά στο τι μισθό πρέπει να παίρνει αυτός ο υπάλληλος, αυτό θα το συζητήσουμε, όμως μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν θα είναι 586 ευρώ”, δήλωσε ο υπουργός.
Στο μεταξύ, η υφυπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Εύη Χριστοφιλοπούλου, ανακοίνωσε σειρά νομοτεχνικών αλλαγών στο σώμα του νομοσχεδίου, ορισμένες από τις οποίες αφορούν τα πλέον επίμαχα άρθρα του και απαντούν σε ενστάσεις που κατατέθηκαν εκ μέρους της αντιπολίτευσης, αλλά και των εισηγητών της συμπολίτευσης.
Έτσι, στο άρθρο 22 απαλείφεται η πρόβλεψη που υπήρχε για έξοδο δημοσίων υπαλλήλων σε καθεστώς διαθεσιμότητας, σε πλήρη αναλογία με τον αριθμό των παραιτούμενων ή συνταξιοδοτούμενων υπαλλήλων που είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα προηγουμένως. Αναδιατυπώνεται, επίσης, το άρθρο 28, προκειμένου ο επανέλεγχος των πιστοποιητικών των παραιτούμενων υπαλλήλων να περιορίζεται ρητά στα πλαστά πιστοποιητικά που ενδεχομένως είχαν καταθέσει για να προσληφθούν, και όχι στα “μη έγκυρα” (μια διατύπωση που κατά την αντιπολίτευση αμφισβητούσε τον πυρήνα των διατάξεων του Προεδρικού Διατάγματος Παυλόπουλου για τις μονιμοποιήσεις των συμβασιούχων). Προκειμένου δε να διασκεδαστούν οι ανησυχίες που είχαν διατυπωθεί εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ περί “αναδρομικού ελέγχου συντάξεων σε βάθος 20ετίας”, η νέα διατύπωση περιορίζει τον επανέλεγχο των πιστοποιητικών των ήδη παραιτηθέντων υπαλλήλων, σε όσους η υπαλληλική τους σχέση έληξε από την 9η Ιουλίου του 2013 μέχρι τη δημοσίευση του προτεινόμενου νόμου.
“Μιλούμε για περιπτώσεις όπου υπήρξε συμμετοχή και υπαιτιότητα του υπαλλήλου στην παρανομία. Μόνο αυτές τις περιπτώσεις αφορά ο νόμος που ψηφίσαμε και όχι άλλες. Κακώς γίνεται εκμετάλλευση των διατάξεων αυτών, σε μια προπαγάνδα ότι δήθεν υπάρχει πογκρόμ για να βρούμε δημόσιους υπαλλήλους να απολύσουμε”, ανέφερε σχετικά η κα Χριστοφιλοπούλου.