Πρόταση νόμου για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ κατέθεσε σήμερα στη Βουλή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας και η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του. Πρόκειται για μία από τις βασικές εξαγγελίες του κ. Τσίπρα από το βήμα της ΔΕΘ, για την οποία είχε δεσμευτεί ο ίδιος προσωπικά.
"Με την παρούσα πρόταση νόμου προτείνουμε την κατάργηση των μνημονιακών αντεργατικών και αντιδημοκρατικών νομοθετικών ρυθμίσεων του 2010-2014, που έπληξαν τον θεσμό των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες κατά παράβαση του Συντάγματος και της διεθνούς εργατικής νομοθεσίας" αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση και όπως εξηγούν οι υπογράφοντες: "προτείνουμε την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα προ των μνημονίων επίπεδα, δηλαδή στα 751 ευρώ μικτά μηνιαία ανεξαρτήτως ηλικίας, από 586 ευρώ μικτά μηνιαία και 511 ευρώ μικτά μηνιαία για τους κάτω των 25 ετών που είχε μειωθεί, και τον επανακαθορισμό του με Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που θα συνάπτεται μεταξύ της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών φορέων".
Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει, επίσης, "την αποκατάσταση του θεσμού των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας με την επαναφορά των αρχών της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης, της μετενέργειας καθώς και του ρόλου και των αρμοδιοτήτων του ΟΜΕΔ" προκειμένου να μπει "φρένο" στις μειώσεις μισθών και να δοθεί η δυνατότητα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα με τους αγώνες του και με τις ΣΣΕ ως εργαλείο, να διεκδικήσει όσα έχασαν οι εργαζόμενοι στα χρόνια του μνημονίου.
Η αξιωματική αντιπολίτευση τονίζει ότι "η αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και του δικαίου των συλλογικών συμβάσεων, κατ΄ αρχήν στην προ μνημονίων κατάσταση, αποκαθιστά την δημοκρατική και συνταγματική νομιμότητα στις εργασιακές σχέσεις".
Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ προανήγγειλαν επίσης μια νέα νομοθετική πρωτοβουλία στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα για την αναβάθμιση του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής τους.
Επίσης, θα προτείνουν τη θέσπιση θεσμών ενισχυμένης λαϊκής και εργατικής συμμετοχής, άμεσης δημοκρατίας και ουσιαστικά εργατικού και κοινωνικού ελέγχου σε όλα τα κέντρα λήψης αποφάσεων για ζητήματα οικονομικής, κοινωνικής και εργατικής πολιτικής.