Το μεγαλύτερο τμήμα της συζήτησης που ακολούθησε τις εκλογές για την ανάδειξη των νέων μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αφιερώθηκε και εστιάστηκε στον προβληματισμό για την αύξηση της επιρροής των λεγόμενων «ευρωσκεπτικιστών», καθώς και των ακρο(δεξιών) κομμάτων ή σχηματισμών. Για ορισμένους από τους λόγους που εξέθρεψαν τον «ευρωσκεπτικισμό», είχαμε κάνει λόγο απ΄αυτόν τον ιστότοπο (news.gr 10-12-2013) και μάλιστα αρκετά πριν τη διεξαγωγή των ευρωεκλογών.
Ωστόσο, επιπρόσθετα των πρακτικών λόγων που είχαν τότε αναφερθεί και εξακολουθούν να ισχύουν, η άνοδος των «ευρωσκεπτικιστών» φαίνεται να οφείλεται σε πολιτικές αστοχίες, η αιτιότητα, όμως, των οποίων δεν αναζητείται αρμοδίως. Η παραπάνω διαμορφωθείσα σε πανευρωπαϊκό πεδίο, πολιτική κατάσταση, όπως αποτυπώθηκε στις πρόσφατες ευρωεκλογές, συμπίπτει με δυο κύριες παραμέτρους. Την έλλειψη ικανών ανθρώπων στην πολιτική ηγεσία των ευρωπαϊκών χωρών από τη μιά και την υποχώρηση της δύναμης και πολιτικής επίδρασης των πραγματικών λαϊκών πολιτικών δυνάμεων, σε συνδυασμό με μια υιοθετούμενη από τα κόμματα που κάποτε στέγαζαν τις δυνάμεις αυτές, δημοσιονομική πειθαρχία που προκάλεσε την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού στις αντίστοιχες χώρες, απ’ την άλλη.
Η καταστροφή της μεσαίας τάξης, του πιό χαρακτηριστικού θύματος της δυσμενέστατης οικονομικής συγκυρίας, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της δύναμης των λαϊκών ευρωπαϊκών κομμάτων, αφού αυτά, σε μεγάλο βαθμό κλήθηκαν να λάβουν μονομερή σκληρά μέτρα για την επαναφορά της οικονομίας σε ισορροπία.
Η εγκατάλειψη από τους ηγέτες των παραπάνω κομμάτων της πολιτικής ισορροπίας, μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής ευαισθησίας, καθώς και η υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων επιλογών, είτε συνειδητά είτε υπό την πίεση του νέου γερμανικού οικονομικού δόγματος, απομάκρυνε τους παραδοσιακούς τους ψηφοφόρους.
Σημαντικός αριθμός των τελευταίων οδηγήθηκε σε ακραίες πολιτικές λύσεις, είτε υπερσυντηρητικού προσανατολισμού, είτε αιματηρών μεσοπολεμικών απόψεων, ως αντίδραση στην υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, της δημιουργίας τάξης νεόπτωχων και της συντήρησης ενός τραπεζικού συστήματος που από πάροχος των πιό απίθανων προϊόντων και υπηρεσιών, μεταβλήθηκε μέσα σε τέσσερα χρόνια, σε στραγγαλιστή του ισχνού πλέον εισοδήματος των οφειλετών του και σε τελευταία ανάλυση, εχθρός τους.
Παράλληλα, η υπερφορολόγηση, εκτός της σημαντικής συνεισφοράς της στην εξανέμιση του εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των Πολιτών, συνεπέφερε και μια αμφισβήτηση της εναπομείνασας εμπιστοσύνης του Πολίτη προς το Κράτος, επειδή η εντύπωση που δόθηκε ήταν ότι, τις αστοχίες της πολιτικής τάξης τις πληρώνει κι αυτή τη φορά, ο διοικούμενος.
Όλα τα παραπάνω που συνοδεύθηκαν και από ένα κλονισμό του κράτους δικαίου, δεν είναι χαρακτηριστικά μιας πολιτικής που ασκείται, τουλάχιστον στην Ευρώπη, από τα παραδοσιακά λαϊκά κόμματα. Η μετάλλαξη των τελευταίων σε νεοφιλελεύθερα, όχι μόνο μετέβαλε τη συνολική τους πολιτική φυσιογνωμία, αλλά και απομάκρυνε τον πυρήνα των οπαδών τους προς μη αριστερές πολιτικές ακρότητες που περιβάλλονται, είτε τον μανδύα του εθνικισμού, είτε επαγγέλλονται τον αντισημητισμό και την εχθρότητα απέναντι σε κάθε κοινωνική μειοψηφία.
Ωστόσο, αυτό που προκύπτει από την εμπειρική παρακολούθηση του φαινομένου είναι ότι, το πρόβλημα δεν είναι αμιγώς οικονομικό. Είναι πρωτίστως πολιτικό (που έχει μεταβληθεί σε κοινωνικό) και η επίλυσή του βρίσκεται στην ανασυγκρότηση της μεσαίας τάξης και την ανασύσταση των λαϊκών κομμάτων (ή ίσως και αντίστροφα), στη βάση των αρχών ενός συστήματος «προσεκτικού» φιλελευθερισμού που θα διέπεται από την προσήλωση στις ατομικές ελευθερίες, την αυστηρή τήρηση του κράτους δικαίου και το σεβασμό της ιδιοκτησίας.
Οι αντιδημοκρατικές ιδεολογίες, αν τελικά είναι η πραγματική αιτία του φαινομένου, δεν εξορκίζονται, αλλά αντιμετωπίζονται με πολιτικό τρόπο και μέσα από την καθημερινή πραγματικότητα. Η βελτίωση της πραγματικής κατάστασης επέρχεται με την άσκηση λαϊκών και ισορροπημένων πολιτικών και όχι με μέτρα που εξαθλιώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο εξαθλιωμένος Πολίτης που δεν έχει τίποτε να χάσει, ικανοποιώντας το αίσθημα πολιτικής εκδίκησης, προφανώς στρέφεται εκεί που τού προσφέρονται η εικονική δύναμη και η ασφάλεια, χωρίς να σταθμίσει τις μετέπειτα επιπτώσεις. Φαίνεται ότι, η πολιτική τάξη, έχοντας λυμένα τα περισσότερα από τα καθημερινά της ζητήματα, δεν έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθος των προβλημάτων που σώρευσε στην κοινωνία και απεγνωσμένα αποπειράται να μεταφέρει σε ένα άλλο «αποδιοπομπαίο τράγο» το σύνολο των αμαρτιών της, με την (μάταιη) ελπίδα της αυτοκάθαρσης.
Η ιστορία, όμως, διδάσκει και είναι χρήσιμη, όχι μόνο όταν την επικαλούμαστε, αλλά και όταν τη μελετούμε και διδασκόμαστε απ’ αυτήν!