Τα όρια των σχέσεων της ΔΗΜΑΡ και των συνεργαζόμενων μαζί της δυνάμενων με τον ΣΥΡΙΖΑ έθεσε ο Φώτης Κουβέλης. σε συνέντευξή του στον ραδιοσταθμό Real FM.
“Ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται με ασάφεια σε σχέση με τον προσανατολισμό της χώρας. Θητεύει στον αριστερό λαϊκισμό, στη δημαγωγία, στην αντίφαση σε σχέση με κρίσιμα ζητήματα”, παρατήρησε ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ και πρόσθεσε ότι “δεν είναι δυνατόν κανείς να μιλάει για συμμαχίες και για συνθέσεις με βάση του τι πρόκειται να συμβεί σε ένα απροσδιόριστο μέλλον, απροσδιόριστο κυρίως στη βάση ποια θα είναι η πολιτική η οποία θα προσδιορίζει τα πράγματα”.
Ο κ. Κουβέλης αναφέρθηκε και στην υπό διαμόρφωση συνεργασία της ΔΗΜΑΡ με άλλες δημοκρατικές δυνάμεις, λέγοντας ότι είναι μια προσπάθεια που δεν ολοκληρώνεται με τις ευρωεκλογές. “Θεωρώ ότι αυτό που έχει επιτευχθεί μέχρι αυτή την ώρα είναι πάρα πολύ σημαντικό. Στην προσπάθεια για τη συγκρότηση αυτού του χώρου της προοδευτικής συνεργασίας, προσέρχονται δυνάμεις οι οποίες κυρίως ανήκουν στην κοινωνία, στην κοινωνία των πολιτών. Βεβαίως υπάρχουν πρόσωπα τα οποία προσδιορίζονται με πρόσφατη και παλαιότερη πολιτική ιδιότητα”, σημείωσε ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ.
Επανέλαβε δε την άρνησή του να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ στη βάση της πρόσκλησης της πρωτοβουλίας των “58”, ξεκαθαρίζοντας ότι η ΔΗΜΑΡ δεν θα μπορούσε να κάνει ένα τέτοιο βήμα χωρίς αναφορά στην κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. “Για να έχουμε αποτελέσματα στην προσπάθεια ένωσης δυνάμεων θα πρέπει να συντρέχουν πολιτικοί όροι και προϋποθέσεις”, είπε, ενώ σχολιάζοντας τη δημιουργία κόμματος από τον Σταύρο Θεοδωράκη, διερωτήθηκε “με ποιο πολιτικό περιεχόμενο και στη βάση ποιας προγραμματικής δέσμευσης” αναπτύσσεται αυτό το εγχείρημα.
Αναφερόμενος στην επίσκεψη του Γερμανού προέδρου, ο κ. Κουβέλης σχολίασε ότι η κυβέρνηση χρεώνεται το γεγονός ότι δεν έχει θέσει το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων. “Η συγνώμη του Γ. Γκάουκ δεν αρκεί. Πρέπει να εκφραστεί με πολύ συγκεκριμένο τρόπο”, τόνισε.
Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση για το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα, είπε ότι πρέπει να κρίνεται με βάση ποινικούς και όχι πολιτικούς όρους.