Νέα έντονη κριτική στον Ευάγγελο Βενιζέλο για την στάση του στην κρίση της Ουκρανίας, ασκεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης με σημερινή ανακοίνωσή του, τονίζοντας ότι «η ελληνική κυβέρνηση είναι, για μια ακόμη φορά, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ουραγός των εξελίξεων».
Ο κίνδυνος πολέμου στην Ουκρανία και ο διαμελισμός της χώρας εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για την ειρήνη και για την ευημερία των λαών της Ευρώπης, αναφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ και προσθέτει ότι η επίσκεψη Βενιζέλου στην Ουκρανία, που ήρθε να καλύψει την απουσία της ελληνικής προεδρίας από τις εξελίξεις, ήταν μόνο για επικοινωνιακή χρήση και δεν είχε καμία ουσιαστική συμβολή αναφορικά με την επίλυση της κρίσης.
Την ίδια στιγμή, υπογραμμίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Έλληνας ΥΠ.ΕΞ δεν είπε λέξη για τη συμμετοχή στην νεοσυσταθείσα ουκρανική κυβέρνηση νεοναζιστικών μορφωμάτων που προωθούν την κατάργηση μειονοτικών δικαιωμάτων, ούτε καταδίκασε τις επιθέσεις σε ιστορικά κτίρια, μνημεία, αλλά και σε πολίτες της χώρας. Είναι σαφές , σημειώνει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι παραβιάζονται στοιχειώδη ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα πολιτών της Ουκρανίας.
Σχετικά με την πρόταση του κ. Βενιζέλου για παροχή οικονομικής βοήθειας με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στην Ουκρανία, «όπου μάλιστα η Ελλάδα θα συνδράμει με την «τεχνογνωσία» της, δείχνει την απερίγραπτη ανεδαφικότητα των προτάσεων και των πρωτοβουλιών της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης, τονίζει η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ και προσθέτει: «Δεν μπορεί ο Υπ. Εξ. της χώρας να λειτούργει ως «εντολοδόχος» ισχυρών γεωπολιτικών συμφερόντων και χρηματοπιστωτικών δυνάμεων. Η Ευρώπη δεν μπορεί να βρεθεί στο κέντρο ενός νέου Ψυχρού Πολέμου. Πρέπει να διασφαλιστεί η ειρήνη, η εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, η ανεξαρτησία της και η ασφάλεια των πολιτών της, χωρίς ζώνες επιρροής και ξένους προστάτες, με βάση μια βιώσιμη δημοκρατική, πολιτική λύση στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Ο κυρίαρχος λαός της Ουκρανίας πρέπει να είναι εκείνος που θα αποφασίσει για το μέλλον του, σε συνθήκες ειρήνης και δημοκρατίας και η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να υπηρετήσει αυτήν την αναγκαιότητα στους διεθνείς οργανισμούς που συμμετέχει».