Η κυβέρνηση «δίνει έναν σκληρό αγώνα για την αντιμετώπιση φαινομένων διαφθοράς και πολιτικής διαπλοκής», τονίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος
Το παραγωγικό μοντέλο που σχεδιάζει η κυβέρνηση για την «επόμενη μέρα» βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση και σύγκρουση με το σχέδιο της ΝΔ, τόνισε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, μιλώντας σε ανοικτή πολιτική εκδήλωση της Οργάνωσης Μελών ΣΥΡΙΖΑ Πετρούπολης, με θέμα: «Τρία χρόνια κυβέρνηση Αριστεράς και οι προκλήσεις της μεταμνημονιακής εποχής», στην Αίθουσα Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου Πετρούπολης.
Στον πυρήνα του σχεδίου του κ. Μητσοτάκη είναι «η συντριβή της εργασίας, η μείωση της φορολογίας στις μεγάλες επιχειρήσεις ώστε να δημιουργηθούν υποτίθεται όλο και περισσότερα κίνητρα για τους μεγάλους επενδυτές για να επενδύσουν», είπε, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, για να προσθέσει ότι αυτή τη θέση επεξεργάστηκαν οι βασικοί εκπρόσωποι του φιλελευθερισμού μεταπολεμικά με κύριους πολιτικούς εκφραστές τους Θάτσερ και Ρήγκαν.
«Το δήθεν νέο, μεταρρυθμιστικό που φέρνει η ΝΔ δεν είναι τίποτε άλλο από τις πιο παλιές και παρωχημένες ιδεολογίες και πρακτικές του παγκόσμιου φιλελευθερισμού. Τίποτε περισσότερο δεν κομίζει ο κ. Μητσοτάκης», σημείωσε.
Στον αντίποδα, υπογράμμισε ότι στον πυρήνα του σχεδίου της κυβέρνησης βρίσκεται η αντίληψη ότι ανταγωνιστικότητα δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη μείωση μισθών ούτε στην καταστρατήγηση των εργατικών δικαιωμάτων ή και στην επιλεκτική μείωση της φορολογίας για τις μεγάλες επιχειρήσεις, επί του οποίου τόνισε ότι το σημαντικότερο είναι να υπάρχει ένα σταθερό φορολογικό πλαίσιο, κάτι που ποτέ δεν υπήρξε στην Ελλάδα. «Αλλά», τόνισε, «ένα παραγωγικό μοντέλο που θα αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναφέρθηκε εκτενώς και στη σύγκρουση της κυβέρνησης με τη διαφθορά. «Οι δυνατότητες... εξωθεσμικών παρεμβάσεων του ‘σκευωρού πρωθυπουργού', πέρα από τις ΗΠΑ, έχουν φτάσει και στη Γερμανία», σχολίασε σκωπτικά ο κ. Τζανακόπουλος, παραπέμποντας στην είδηση για μίζες σε σχέση με τα έργα ολοκλήρωσης του ΜΕΤΡΟ. «Σήμερα ενημερώθηκαν οι ελληνικές αρχές από τις αντίστοιχες γερμανικές αρχές ότι κατά την περίοδο 2003-2007 το ποσοστό της μίζας για τις συμβάσεις που υπογράφονταν για την ολοκλήρωση των έργων του ΜΕΤΡΟ ήταν μεταξύ 5%- 7%». «Φαίνεται», τόνισε, «ότι η πρακτική της βαλίτσας δεν ήταν μια πρακτική που αφορούσε μόνο τη μνημονιακή Ελλάδα, αλλά αντιθέτως ήταν μια εξαιρετικά διαδεδομένη πρακτική για τον συναινετικό δικομματισμό της δεκαετίας ‘90 και 2000». Σε αυτό το πλαίσιο έφερε ως παράδειγμα το γεγονός πριν από λίγο καιρό επανήλθε στη δημοσιότητα το θέμα της μίζας 1 εκατ. Γερμανικών Μάρκων που είχε πάρει το ΠΑΣΟΚ για να ενισχύσει την πολιτική του δραστηριότητα, όπως είπε.
Σχολίασε ευρύτερα ότι τέτοια περιστατικά «αποδεικνύουν τη διαφορά ήθους μεταξύ του συναινετικού δικομματισμού των προηγούμενων δεκαετιών και της σημερινής κυβέρνησης, η οποία δεν ήρθε στην κυβερνητική εξουσία απλώς και μόνο για να διαπραγματευτεί και να συγκρουστεί με τις πολιτικές λιτότητας, αλλά ήρθε και με το αίτημα για την απόδοση δικαιοσύνης».
Ο κ. Τζανακόπουλος σημείωσε ότι η κυβέρνηση «δίνει έναν σκληρό και αδυσώπητο αγώνα για την αντιμετώπιση φαινομένων και πρακτικών διαφθοράς και πολιτικής διαπλοκής», προσδιορίζοντας αυτό το ζήτημα, αυτή τη στιγμή, ως τον πυρήνα της πολιτικής σύγκρουσης. Είπε ότι «έχουμε σήμερα ένα σύστημα απέναντι μας που -με αφορμή και την υπόθεση Novartis- ‘ έχει συσπειρωθεί στο σύνολο του: ακροδεξιοί, δεξιοί κεντροδεξιοί, φιλελεύθεροι, κεντροαριστεροί, οι πάντες από δημοσιογράφους, πολιτικούς συμβούλους και πολιτικούς αναλυτές, τεχνοκράτες και διανοούμενους της πολιτικής και της οικονομικής ελίτ έχουν συσπειρωθεί σε μια ‘ιερή συμμαχία' για να αποδείξουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ και ο ίδιος ο πρωθυπουργός στήνουν διαρκώς σκευωρίες για να σπιλώσει τους αντιπάλους της».
Σχολίασε πως «όλο αυτό ως αντιπολιτευτική ρητορική είναι από τραγικό έως κωμικό. Άλλες φορές σου έρχεται να κλάψεις και άλλες να γελάσεις».
Υποστήριξε πως κανένας πολίτης της χώρας δεν αμφιβάλλει ούτε για ένα δευτερόλεπτο πως το πολιτικό σύστημα που γιγαντώθηκε την περίοδο 1975-2010 δεν είναι διεφθαρμένο. «Δεν τσουβαλιάζουμε ούτε λέμε ότι όλοι όσοι πέρασαν από θέση ευθύνης ήταν διεφθαρμένοι ή λειτούργησαν με όρους διασπάθισης δημόσιου χρήματος ή κατάχρησης εξουσίας. Λέμε ότι δημιουργήθηκε ένα σύστημα επί 40 χρόνια που δεν παρείχε καμία θεσμική εγγύηση υπεράσπισης του δημόσιου συμφέροντος, αλλά δομήθηκε στη βάση δικτύων και παραδικτύων, θεσμών και παραθεσμών που ευνοούσαν γενικευμένες πρακτικές διαφθοράς σε κάθε σημείο της δημόσιας ζωής. Είτε μιλάμε για συμβάσεις, είτε για προμήθειες, είτε για εξοπλιστικά προγράμματα, είτε για δημόσια έργα, είτε για τους Ολυμπιακούς του 2004, είτε για τον τρόπο που συγκροτήθηκε η απάτη του Χρηματιστηρίου, είτε για τους διοικητικούς μηχανισμούς δημόσιων φορέων», είπε.
Μίλησε για ένα σύστημα που πουθενά δεν έχει θεσμικές εγγυήσεις που να αποτρέπουν τέτοιου είδους πρακτικές. Υπογράμμισε ότι είναι από τις πιο μεγάλες ευθύνες αυτής της κυβέρνησης να δημιουργήσει τις απαραίτητες θεσμικές εγγυήσεις και παρεμβάσεις που θα εξασφαλίζουν το δημόσιο συμφέρον.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναφέρθηκε εκτενώς στις αιτίες της κρίσης που οδήγησαν στα μνημόνια, καθώς επίσης και στην αρχιτεκτονική των δύο πρώτων προγραμμάτων και τις συνέπειές τους σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, κατά την περίοδο 2010-2015 που η οικονομία συρρικνώθηκε κατά περίπου 25%. Είπε ότι η παρούσα κυβέρνηση προσπάθησε να αντιπροτείνει ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο με πρώτο βασικό μέλημα εκείνης της διαπραγμάτευσης του 2015, μια ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή απ' ό,τι θα γινόταν εφόσον δεν είχαν αλλάξει οι βασικές ρυθμίσεις της προηγούμενης συμφωνίας της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, κάτι που θα μεταφραζόταν σε επιπλέον μέτρα πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ αν δεν είχε αποκρουστεί.
Αναφέρθηκε στις ρυθμίσεις που πέτυχε η κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση αναφορικά με την πολιτική για την αγορά εργασίας, αποκρούοντας τις «ακραίες απαιτήσεις των δανειστών που θα είχαν οδηγήσει σε πλήρη ισοπέδωση του θεσμικού πλαισίου προστασίας των εργαζομένων»: αναστολή της ισχύος των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ανταπεργία, απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων. Τρίτο σημείο των διαπραγματεύσεων αφορούσε μια άλλη πολιτική για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (π.χ. ρύθμιση των 100 δόσεων, εξωδικαστικός μηχανισμός). Εξήγησε έτσι πώς μέσα στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου η κυβέρνηση κατάφερε ρυθμίσεις «που φέρουν και τη σφραγίδα μιας άλλης διαφορετικής κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής και μιας άλλης ιδεολογικής τοποθέτησης».
Σημείωσε ως προς αυτό και τις ρυθμίσεις που αφορούν τον τομέα του κοινωνικού κράτους, με εμβληματκές τις πρωτοβουλίες στον χώρο της Υγείας, της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, τα οικογενειακά επιδόματα. Επισήμανε και τις προοδευτικές αλλαγές: σύμφωνο συμβίωσης, ταυτότητα φύλου, νόμος για την ιθαγένεια δεύτερης γενιάς μεταναστών, διαφορετική λογική σε ό,τι αφορά την αντεγκληματική πολιτική, «καμία σχέση με την σιδερόφρακτη Αθήνα του 2012-2014.
Ο κ. Τζανακόπουλος υπογράμμισε ότι «βλέπουμε σε σειρά από κοινωνικούς δείκτες ότι στοιχειωδώς είτε ανατρέπεται η φορά της πτώσης είτε έχουμε αρχίσει να περνάμε και σε θετική φάση». Τόνισε ότι η οικονομία έχει περάσει σε φάση αποκατάστασης της εμπιστοσύνης και της σταθερότητας και βρίσκεται σε φάση δυναμικής ανάκαμψης, για να υπογραμμίσει: «Αυτό που πρέπει να μας αφορά περισσότερο είναι και οι κοινωνικοί δείκτες που θα πρέπει να παρουσιάζουν κι αυτοί αυξητική τάση».