Βασικό πρόβλημα για την Ελλάδα η κατάσταση του τραπεζικού τομέα, τονίζει σε άρθρο της η γερμανική εφημερίδα
«Φέτος, όταν ολοκληρωθεί το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, ο Έλληνας πρωθυπουργός θέλει να είναι πάλι ανεξάρτητος. Αποδεσμευμένος από τις πιέσεις για λιτότητα και τις απαιτήσεις για μεταρρυθμίσεις. Ο Τσίπρας θέλει τελικά να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές, ώστε η Ελλάδα -έπειτα από οκτώ έτη- να μπορέσει πάλι να αυτοχρηματοδοτηθεί» γράφει η γερμανική Süddeutsche Zeitung και προσθέτει: «Μέχρι τότε όμως, πρέπει να ξεπεραστούν κάποια εμπόδια και τίθεται το ερώτημα: Μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιo;».
Τη Δευτέρα αποφασίζουν οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών για την εκταμίευση της επόμενης δόσης από το πρόγραμμα των 86 δισ. ευρώ, σημειώνεται στο δημοσίευμα, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, και τονίζεται πως πρόκειται για το ποσό των 6,7 δισ. ευρώ, από τα οποία, 3,3 δισ. ευρώ αφορούν την εξυπηρέτηση του χρέους, το 1,5 δισ. ευρώ αφορά την αποπληρωμή οφειλών και το 1,9 δισ. ευρώ αφορά το «μαξιλάρι» για το χρονικό διάστημα, μετά τη λήξη του προγράμματος.
Ο Τσίπρας έχει ικανοποιήσει τη βασική προϋπόθεση για την εκταμίευση της δόσης, επισημαίνει ο αρθρογράφος και προσθέτει πως η κυβέρνηση της Αθήνας πρέπει να εφαρμόσει περισσότερες από 100 μεταρρυθμίσεις, μεγάλο μέρος των οποίων εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο την περασμένη εβδομάδα.
Η γερμανική εφημερίδα σημειώνει ότι ξεκινά μια διαδικασία που ο Τσίπρας επιθυμεί να ολοκληρωθεί μέχρι τον Αύγουστο. Όμως πριν εκπνεύσει το πρόγραμμα, υπάρχει ένα ευαίσθητο ζήτημα: Θα λάβει η Ελλάδα ελαφρύνσεις χρέους; Οι ευρωπαϊκές χώρες ήδη από το Μάιο του 2016 έχουν καταρτίσει κατάλογο πιθανών μέτρων. Στην περίπτωση που κριθεί αναγκαίο, μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, θα αποφασιστεί βοήθεια για το χρέος. Εάν πραγματοποιηθεί και σε ποια έκταση θα πρέπει τότε να αποφασιστεί.
Η Αθήνα έχει ήδη λάβει μέρος των ελαφρύνσεων: τα λεγόμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα, όπως η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων. Παραμένει ανοιχτό, ωστόσο, ποια θα είναι τα επόμενα βήματα. Εξαρτώνται κυρίως από την πρόγνωση για την μακροπρόθεσμη εξέλιξη του πλεονάσματος στον προϋπολογισμό –δηλαδή το πλεόνασμα μείον την εξυπηρέτηση του χρέους, αναφέρει η γερμανική εφημερίδα και συμπληρώνει πως οι τεχνικές διεργασίες ξεκινούν αμέσως μετά την αποδέσμευση της επόμενης δόσης. «Σε πολιτικό επίπεδο δεν είναι απαραίτητη προς το παρόν η σχετική συζήτηση», δηλώνει στη SZ υψηλά ιστάμενος Ευρωπαίος υπάλληλος.
Μέχρι στιγμής το ΔΝΤ έχει υποσχεθεί για την πρόθεση συμμετοχής του. Ιδιαίτερα για τη Γερμανία, η συμμετοχή του ΔΝΤ θεωρούνταν απολύτως απαραίτητη. Η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ είχε δηλώσει πέρυσι ότι θα συστήσει στο ΔΣ του ΔΝΤ μια «θεμελιώδη απόφαση» για ένα νέο ελληνικό πρόγραμμα. Το ΔΝΤ θέλει να συμμετάσχει στο τρέχον πρόγραμμα με 2 δισ. ευρώ. Τα χρήματα όμως θα δοθούν όταν οι ευρωπαϊκές χώρες συμφωνήσουν για ελαφρύνσεις χρέους μέσα στο 2018. Εξάλλου, το ΔΝΤ θεωρεί το ελληνικό χρέος, που ανέρχεται στο 179% του ΑΕΠ, μη βιώσιμο.
Οι Ευρωπαίοι συμφώνησαν με το ΔΝΤ την προηγούμενη χρονιά στους στόχους για την ανάπτυξη που πρέπει να επιτύχει η Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες. Το πρωτογενές πλεόνασμα για την περίοδο 2023-2060 πρέπει να αγγίζει το 2% του ΑΕΠ. Τι θα συμβεί μέχρι τότε; Στο παρελθόν, οι οικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις των Ευρωπαίων ήταν πολύ θετικότερες από του ΔΝΤ. Τουλάχιστον υπάρχει ανοδική πορεία: Η S&P αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας πρόσφατα από «B-» σε «Β».
Ένα βασικό πρόβλημα για την Ελλάδα, παρατηρεί ο αρθογράφος, είναι η κατάσταση του τραπεζικού τομέα. Η ευρωπαϊκή κρίση πουθενά δεν ήταν πιο επιζήμια από τον τομέα αυτό. Έχουν παραμείνει τέσσερα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία καλύπτουν το 97% του κύκλου εργασιών. Οι καταθέσεις τους έχουν μειωθεί δραματικά από την αρχή της κρίσης. Χρόνια μετά την σχεδόν κατάρρευση τον Ιούνιο, επανέρχονται σταδιακά, επισημαίνει και σημειώνει πω με εξαίρεση την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, τα πιστωτικά ιδρύματα εξαρτώνται από τον έκτακτο δανεισμό της Τράπεζας της Ελλάδας, ενώ μόνο πρόσφατα χαλάρωσαν ελαφρώς τα μέτρα ελέγχου για την κίνηση κεφαλαίων. Ωστόσο, η κατάσταση είναι καθησυχαστική: μετά από μια δεκαετία καταγραφής απωλειών, οι τράπεζες σημειώνουν πάλι κερδοφορία. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Νικόλαος Καραμούζης εκφράζει συγκρατημένη αισιοδοξία: «Προς το παρόν, βελτιώνεται η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος μέρα με την ημέρα».
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επέλεξε να γίνουν τα stress test για τις ελληνικές τράπεζες το Φεβρουάριο, ενώ το αργότερο το Μάιο αναμένονται τα αποτελέσματα. Τότε θα είναι ξεκάθαρο, εάν οι τράπεζες είναι αρκετά σταθερές και διαθέτουν μακροπρόθεσμα επαρκή κεφάλαια, όταν το καλοκαίρι θα πρέπει το κράτος να αυτοχρηματοδοτηθεί.
Τα μισά δάνεια στο ενεργητικό των τραπεζών θεωρούνται προβληματικά. Το ποσό αγγίζει προς το παρόν τα 96 δισ. ευρώ, αλλά σύμφωνα με σχέδιο της ΕΚΤ θα μειωθεί κατά 40%. Μέχρι στιγμής, οι τράπεζες βρίσκονται σε καλή πορεία, την οποία όμως θα μπορέσουν να διατηρήσουν, εάν συνεχιστεί η οικονομική ανάκαμψη και εάν η κυβέρνηση εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις. «Εάν η οικονομία συνεχίσει να αναπτύσσεται, οι τόκοι μειώνονται και η αβεβαιότητα εξαφανίζεται, θα μπορέσουμε να επιταχύνουμε τη διαδικασία», δηλώνει ο Καραμούζης. Αλλά δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας ότι χωρίς επενδύσεις δισεκατομμυρίων από το εξωτερικό, η Ελλάδα δεν θα τα καταφέρει.
Την ίδια άποψη συμμερίζεται και η πλειονότητα των Ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του Eurogroup, τον Ιούνιο θα υπάρξει μια νέα αξιολόγηση της προόδου των μεταρρυθμίσεων. Όπως και άλλες χώρες που ακολούθησαν προγράμματα διάσωσης, η Ελλάδα θα συνεχίσει να εποπτεύεται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, μέχρι να αποπληρωθεί το 75% του χρέους. Τα δάνεια της Ελλάδας διαρκούν μέχρι το 2060.