«Ένα κόμμα της τάξης του 5% έπρεπε σε λιγότερο από 2-3 χρόνια να αποκτήσει δυνατότητα και κουλτούρα διακυβέρνησης»
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε αντιμέτωπος με μια ιστορική πρόκληση η οποία ήταν σπάνια αν όχι μοναδική στον κόσμο και αντιπροσωπεύει ένα νέο παράδειγμα, δημιουργεί ένα νέο πρότυπο και σημείο αναφοράς για την ευρωπαϊκή και διεθνή Αριστερά, τονίζει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Εποχή», στην οποία δηλώνει ότι πράγματι η χώρα θα βγει από τα μνημόνια και τη σκληρή επιτροπεία τον Αύγουστο του 2018, σημειώνοντας, ταυτόχρονα, ότι θα χρειαστεί συσπείρωση και εγρήγορση μέχρι τέλους.
Στη συνέντευξη που δημοσιεύεται με τίτλο «Να ξανασκεφτούμε συνολικά το εγχείρημά μας», ο κ. Δραγασάκης αναφέρεται στο πώς ο ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρίθηκε στην πρόκληση της διακυβέρνησης της χώρας και στην ανάγκη σχεδιασμού της μεταμνημονιακής εποχής με γνώμονα τις ανάγκες της κοινωνίας.
«Ένα κόμμα της τάξης του 5% έπρεπε σε λιγότερο από 2-3 χρόνια να αποκτήσει δυνατότητα και κουλτούρα διακυβέρνησης», επισημαίνει ο κ. Δραγασάκης και προσθέτει: «Και μετά, αφού ανέλαβε την κυβέρνηση, έπρεπε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα αφενός ένα εγχώριο, κυρίως, σχέδιο πρόωρης απονομιμοποίησης και κατάρρευσης, ώστε να μείνει στη συνείδηση του κόσμου ως μια θλιβερή "αριστερή παρένθεση", αφετέρου έναν αδυσώπητο πόλεμο, με πρωτόγνωρες μεθόδους και όπλα, στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Το εγχείρημά μας είχε και απαιτήσεις επαναστατικού εγχειρήματος, αν και δεν ήταν τέτοιο ως προς τον χαρακτήρα του. Στη περίπτωσή μας, ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε αντιμέτωπος με μια ιστορική πρόκληση, δύσκολη και γεμάτη ρίσκα, και το δίλημμα ήταν εάν θα την αξιοποιήσει ή όχι.
Υπ' αυτήν την έννοια, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπροσωπεύει ένα νέο παράδειγμα, δημιουργεί ένα νέο πρότυπο. Όχι μόνο γιατί το παρελθόν δεν προσφέρει ένα ολοκληρωμένο υπόδειγμα για μίμηση αλλά και γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συμμετέχει μειοψηφικά στην κυβέρνηση, αλλά είναι η πλειοψηφία, έχει την κύρια ευθύνη της νέας διακυβέρνησης. Ακριβώς και για αυτό η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ήδη σημείο αναφοράς της ευρωπαϊκής και όχι μόνο Αριστεράς».
Το νέο αυτό πρότυπο της Αριστεράς το περιγράφει ως εξής:
«- Μιας Αριστεράς που αντιλαμβάνεται την πολυπλοκότητα της εξουσίας και επιχειρεί να ξαναδεί αυτό το θέμα και από την πλευρά του δρώντος υποκειμένου που την ασκεί μέσα σε ένα δεδομένο πλαίσιο. Που δεν βλέπει τον ρόλο της μόνιμα στο πεδίο της αντιπολίτευσης ή της διακυβέρνησης αλλά το εξαρτά από τις συγκεκριμένα συνθήκες, και τη δυνατότητά της να επηρεάζει τις εξελίξεις και να τροποποιεί τους συσχετισμούς προς όφελος του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών τάξεων.
- Μιας Αριστεράς που θέλει να είναι ταυτόχρονα και κυβερνώσα και κινηματική, δύναμη "αντίστασης" και "κυβερνητικής ευθύνης". Και την ευθύνη δεν την ορίζω ουδέτερα ή αφηρημένα, αλλά ως ευθύνη απέναντι στην ελληνική κοινωνία και τις τύχες της, απέναντι στις λαϊκές τάξεις, απέναντι στην πολιτική μας παράδοση και απέναντι στις μελλοντικές προοπτικές του εγχειρήματός μας».
Σε ερώτηση αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν προετοιμασμένος για να αναλάβει τη διακυβέρνηση του τόπου ο κ. Δραγασάκης απαντά:
«Μια βασική διαπίστωση είναι ότι εκεί που είχαμε συζητήσει και προετοιμαστεί συλλογικά, είχαμε δηλαδή σκεφθεί ποια μπορεί να είναι η αριστερή πολιτική στο συγκεκριμένο ζήτημα, στις συγκεκριμένες συνθήκες, εκεί πράγματι, ήμασταν σε θέση να έχουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων, να βάλουμε το δικό μας αποτύπωμα. Εκεί που αυτό δεν το κάναμε, το κενό πολλές φορές καλύφθηκε από το παλιό, το ισχύον, ως η μόνη ορατή και εύκολη λύση.
Η υποτίμηση των πρακτικών καθηκόντων της διακυβέρνησης, το "σνομπάρισμά" τους, δεν ήταν δείγμα ριζοσπαστισμού, όπως τότε προβαλλόταν από ορισμένους, αλλά απόρροια μιας βολονταριστικής λογικής που στην πράξη, όπως βλέπουμε, οδηγεί σε προχειρότητες ή ακόμα και σε διολίσθηση σε δεξιές πρακτικές που το "σύστημα" προσφέρει αυθορμήτως ως δήθεν λύσεις.
Το μάθημα αυτό δεν αφορά μόνο το παρελθόν αλλά και το παρόν και το μέλλον. Η πείρα δείχνει ότι οπουδήποτε δόθηκε βάρος στη συλλογική προετοιμασία, οι όροι της αριστερής κυβέρνησης ήταν πιο ευνοϊκοί».
Ο κ. Δραγασάκης προσδιορίζει το καθήκον του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, που δεν είναι μόνο η μέγιστη δυνατή επιτυχία στο πεδίο της διακυβέρνησης, αλλά και η οικοδόμηση του κόμματος και οι δεσμοί του με την κοινωνία.
«Το κρίσιμο καθήκον σήμερα, είναι να μετατρέψουμε το "κυβερνητικό συμβάν", σε μια διαρκή "αριστερή ικανότητα", με την Αριστερά να μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τις εξελίξεις από τη σκοπιά των αναγκών των λαϊκών τάξεων και της κοινωνικής πλειοψηφίας, όχι με όρους καθεστωτικούς αλλά με όρους αριστερής ηγεμονίας», υπογραμμίζει ο κ. Δραγασάκης και συνεχίζει: «Αυτό προϋποθέτει τη μέγιστη δυνατή επιτυχία στο πεδίο της διακυβέρνησης διότι αυτή θα είναι μια παρακαταθήκη για το μέλλον. Και αυτό αφορά όχι μόνο το κυβερνητικό έργο αλλά και τον τρόπο διακυβέρνησης. Αλλά δεν εξαντλείται στο πεδίο αυτό. Αφορά την κομματική οικοδόμηση, τους δεσμούς με την κοινωνία, την παρουσία στους κοινωνικούς θεσμούς, την ενεργή παρουσία στο χώρο της επικοινωνίας και της πολιτισμικής δημιουργίας, τη στήριξη εστιών έρευνας και μελέτης των προβλημάτων της κοινωνίας και της ίδιας της Αριστεράς».
Σε ό,τι αφορά τις πολιτικές συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για την «ανάγκη αλλά και τη δυνατότητα μιας πολιτικής συμμαχιών η οποία δεν θα καθορίζεται από το παρελθόν, ούτε από μια στατική θεώρηση των σημερινών δεδομένων, αλλά θα βλέπει μπροστά και θα ενθαρρύνει μετασχηματισμούς και αναδιατάξεις με βάση τις ανάγκες και τους στόχους του αύριο».
Για το ζήτημα της εξόδου της χώρας από τα μνημόνια ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης σημειώνει: «Πράγματι, η χώρα βγαίνει από τα μνημόνια και τη σκληρή επιτροπεία τον Αύγουστο του 2018. Η πορεία μας έχει ακόμη δυσκολίες και σκληρούς αντιπάλους που βλέπουν την επιτυχία των στόχων μας ως "ταφόπλακα" στα σχέδιά τους. Όμως προχωρούμε με σχέδιο και αποφασιστικότητα και ο κυβερνητικός σχεδιασμός προβλέπει να έχουμε κλείσει, ει δυνατόν, όλες τις εκκρεμότητες έως τον Ιούνιο. Δύσκολος στόχος αλλά εφικτός. Θα χρειαστεί πάντως συσπείρωση και εγρήγορση μέχρι τέλους».
Όσο για τον σχεδιασμό της μεταμνημονιακής εποχής ο κ. Δραγασάκης επισημαίνει: «Όταν αναφέρομαι στον σχεδιασμό της μεταμνημονιακής εποχής, εννοώ να σκεφτούμε ξανά, συνολικά, το εγχείρημά μας σε όλες τις διατάσεις του. Να αξιολογήσουμε δυνατότητες και προοπτικές, μα και κινδύνους και απειλές με βάση τα νέα δεδομένα σε Ελλάδα και Ευρώπη. Να οργανώσουμε τη μετάβαση από τα αποσπασματικά μέτρα και τις επιμέρους παρεμβάσεις που για αντικειμενικούς λόγους κυριάρχησαν ως τώρα, σε ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό σχέδιο για την κοινωνία, το κόμμα, και την κυβέρνηση. Να καλύψουμε κενά στις προγραμματικές και πολιτικές επεξεργασίες μας. Να συζητήσουμε πώς θα φέρουμε σε αντιστοιχία τα υποκείμενα και τις μεθόδους της δράσης μας με τους απαιτητικούς στόχους του εγχειρήματος που έχουμε αναλάβει».