«Καμία καθαρή έξοδος από το 3ο Μνημόνιο δεν θα υπάρξει», υποστηρίζει η αξιωματική αντιπολίτευση
Τα «πέντε νέα ψέματα» του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα παρουσιάζει σε ανακοίνωσή της η Νέα Δημοκρατία, σχολιάζοντας πως «στο μόνον που παραμένει συνεπής είναι τα ψέματά του».
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΝΔ:
«1ο «Τον Αύγουστο θα έχουμε “καθαρή έξοδο” από τα Μνημόνια».
Καμία καθαρή έξοδος από το 3ο Μνημόνιο δεν θα υπάρξει. Τον Αύγουστο του 2018 η χώρα μας δυστυχώς μπαίνει σε ένα 4ο αχρείαστο Μνημόνιο το οποίο υπέγραψε η Kυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, υποχρεώνοντας την χώρα σε λιτότητα μέχρι το 2022, λόγω της τραγικής διαπραγμάτευσης που υποτίθεται έκανε επί 10 μήνες για να κλείσει την τρίτη αξιολόγηση. Την καθαρή έξοδο διέψευσε, άλλωστε και ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Ντέκλαν Κοστέλο. «Καθαρή έξοδος δεν είναι η πιο πρόσφορη έκφραση» είπε με διπλωματική ευγένεια, ενώ στις Βρυξέλλες μιλούν πλέον ανοικτά για ένα νέο «υβριδικό» Μνημόνιο. Είναι ακριβώς αυτό που η Ν.Δ. δεσμεύεται, ως προς τις συνέπειές του, να αμβλύνει αλλάζοντας πλήρως τη σημερινή συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης να φορολογεί ανελέητα τους πολίτες.
2o «Πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας δεν θα γίνουν μέχρι του ποσού των 300.000 ευρώ».
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ψευδές. Σήμερα δεν υπάρχει καμία οριζόντια προστασία για την πρώτη κατοικία. Η Κυβέρνηση Τσίπρα κατάργησε το άρθρο 2 του ν. 4224/2013 της Κυβέρνησης Σαμαρά το οποίο προστάτευε πλήρως την πρώτη κατοικία μέχρι του ποσού 200.000 ευρώ. Σήμερα, προστατεύεται από πλειστηριασμό μόνο η πρώτη κατοικία υπερχρεωμένων νοικοκυριών που έχουν υπαχθεί στον «νόμο Κατσέλη». Με απλά λόγια όποιος δεν έχει υπαχθεί στο νόμο Κατσέλη, το ακίνητο του μπορεί να πλειστηριαστεί ανεξαρτήτως αξίας. Σημειωτέον ότι από τις 170.000 αιτήσεις που έχουν γίνει για υπαγωγή στο νόμο Κατσέλη περίπου οι μισές απορρίπτονται.
3ο «Η Κυβέρνηση έδωσε κοινωνικό μέρισμα από την υπεραπόδοση της οικονομίας και την πάταξη της φοροδιαφυγής».
Ο μύθος του μερίσματος από τη δήθεν υπεραπόδοση της οικονομίας κατέρρευσε πλέον και από τις Βρυξέλλες. Ο κ. Κοστέλο δήλωσε επί λέξει ότι «τα χρήματα του κοινωνικού μερίσματος δεν είναι καινούργια, αλλά προέρχονται από την υποχρηματοδότηση των κοινωνικών δαπανών το 2017». Με απλά λόγια η κυβέρνηση έκοψε προκαταβολικά κοινωνικές δαπάνες που ούτως ή άλλως ήταν υποχρεωμένη να δώσει, για να τις παραπλανήσει τους πολίτες και παρουσιάζοντάς τες ως Χριστουγεννιάτικο μποναμά. Την τραγική πορεία της οικονομίας επιβεβαίωσε παράλληλα και η ΕΛΣΤΑΤ που ανακοίνωσε ότι το Α.Ε.Π. αυξήθηκε το γ’ τρίμηνο του 2017 μόλις κατά 1,3%, επίδοση πολύ χειρότερη από τις αναθεωρημένες προβλέψεις οι οποίες και αυτές βασίζονταν στη συμβολή του τουρισμού. Με αυτά τα δεδομένα είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα πετύχουμε ακόμη και τον αναθεωρημένο προς τα κάτω στόχο ανάπτυξης 1,6%. Ο δε στόχος του 2,7% που προέβλεπε αρχικά ο προϋπολογισμός του 2017 έχει οριστικά χαθεί. Τα ίδια στοιχεία καταρρίπτουν βέβαια αυταπόδεικτα και το παραμύθι της Κυβέρνησης ότι έχει τάχα πατάξει την φοροδιαφυγή.
4ο «Η Κυβέρνηση θα μειώσει του φόρους».
Η νέα υπόσχεση του Πρωθυπουργού των φόρων δεν αντέχει καν σε κριτική. Ο κ. Τσίπρας που έχει γονατίσει όλους τους Έλληνες στους φόρους και τις εισφορές, ξαφνικά υπόσχεται ως λύση τη μείωση των φόρων. Ας συνεννοηθεί τουλάχιστον με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης κ. Γ. Δραγασάκη ο οποίος εντόπισε το πρόβλημα της Ελλάδας στη διαχρονική… υποφορολόγηση.
5ο «Η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση (QE) δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έξοδο στις αγορές».
Ποια άλλη απόδειξη κραυγαλέας ανακολουθίας χρειάζεται για να καταλάβει κανείς ότι η ανερμάτιστη Κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δεν έχει απολύτως κανένα σχέδιο; Ο κ. Τσίπρας δήλωσε χθες ότι το QE δεν είναι τελικά απαραίτητο για την έξοδο στις αγορές, όταν είναι ο ίδιος που μέχρι πρότινος είχε κάνει σημαία του την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για να επιτύχει τον ίδιο στόχο. Όσο και να προσπαθεί ο κ. Τσίπρας να διαφύγει των ευθυνών του, θα πρέπει επιτέλους να εξηγήσει γιατί δεν κατάφερε να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης αποστερώντας από την ελληνική οικονομία τη ρευστότητα που τόσο χρειάζεται για την ανάκαμψη της».