Ο αγώνας για τη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων θα δοθεί και θα κριθεί στην Ευρώπη, τονίζει ο πρωθυπουργός
«Σήμερα, στο πρόσωπό μου βραβεύετε έναν ολόκληρο λαό. Και, εξ ονόματός του, παραλαμβάνω το βραβείο σας και σας ευχαριστώ. Γιατί στον ελληνικό λαό ανήκει.
Σ' ένα λαό που στο διάβα της ιστορίας έχει γράψει τη δέσμευσή του για την Ευρώπη με το αίμα του, το σθένος του και με τις δυσανάλογες θυσίες του. Ιδιαίτερα στην επταετία της πιο σκληρής λιτότητας που έχει υποστεί ευρωπαϊκή χώρα τα τελευταία χρόνια», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, παραλαμβάνοντας, απόψε, στο Παρίσι την βράβευση του από το Δικηγορικό Σύλλογο Παρισίων.
Ο κ. Τσίπρας επισήμανε ότι «παρά το γεγονός ότι ο ελληνικός λαός είχε τη δυνατότητα να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας στην Ευρωζώνη και την Ευρώπη το καλοκαίρι του 2015, ούτε μια στιγμή δεν αμφισβήτησε τη παρουσία της χώρας στην καρδιά της Ευρώπης».
«Ακόμη και όταν κάποιοι ακραίοι στην Ευρώπη σχεδίαζαν, είτε από πολιτική διαστροφή είτε από άγνοια κινδύνου, την τιμωρητική έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Και επέβαλαν τη συνέχιση του καθεστώτος εξαίρεσης στην Ελλάδα, ασχέτως του ότι γνώριζαν από την αρχή, εκείνο που και ο κ. Ντάισελμπλουμ παραδέχτηκε μόλις πρόσφατα. Ότι, δηλαδή, τα διαδοχικά Μνημόνια λιτότητας σχεδιάστηκαν για να διασώσουν τις ευρωπαϊκές τράπεζες - όχι την Ευρώπη και το ευρωπαϊκό ιδεώδες» πρόσθεσε, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Επεσήμανε ότι η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός παρά την πρωτοφανή πίεση «παραμείναμε - δεν αποχωρήσαμε - και συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε εντός του κοινού πλαισίου, εντός της Ευρώπης».
Ο πρωθυπουργός είπε ότι δεν θα αρκεστεί στο λεχθέν στο παρελθόν και από άλλους στην θέση του, με αναδρομή στην Αθηναϊκή Δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα, «ότι δηλαδή, είμαι Ευρωπαίος επειδή είμαι Έλληνας», αλλά χωρίς καμία διάθεση να κρύψει την πολιτική του ταυτότητα «θα πω επιπλέον ότι είμαι και ευρωπαϊστής επειδή είμαι αριστερός. Και έχω πειστεί ότι ο αγώνας για τη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων θα δοθεί και θα κριθεί στην Ευρώπη. Εάν δεν κερδηθεί εκεί, δεν θα κερδηθεί πουθενά».
Ο πρωθυπουργός είπε ότι αυτό είναι και το δίδαγμα της Ιστορίας. Αλλά είναι και το δίδαγμα που αντλήσαμε από την ελληνική περιπέτεια της τελευταίας επταετίας. Μια περιπέτεια που παίρνει τέλος τον Αύγουστο του 2018, με την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια και το καθεστώς της επιτροπείας, υπογράμμισε.
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε με συγκεκριμένα παραδείγματα στην μέσω αντιφάσεων και αντινομιών πορεία της Ευρώπης μέσα στο χρόνο, επισημαίνοντας ότι «αυτές οι αντινομίες είναι προϊόν του εκάστοτε συσχετισμού πολιτικής ισχύος στην Ευρώπη» και προσθέτοντας «δηλαδή, αλλάζουν. Και αυτήν την προοπτική της αλλαγής εμείς υπηρετούμε».
Ο πρωθυπουργός είπε ότι η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση μετεξελίχθηκε σε κρίση Δημοκρατίας και κρίση πολιτικής, διέβρωσε τη δημοκρατική νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και διεύρυνε τις ανισότητες όχι μόνο μεταξύ των κρατών μελών αλλά και μεταξύ των πολιτών στο εσωτερικό των κρατών μελών. Είπε ακόμα ότι στα χρόνια της κρίσης, υποχώρησε η Ευρωπαϊκή Ένωση ως κοινότητα δικαίου και σύστημα βασικών αξιών. «Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, εκτός των άλλων, ένα σύστημα δικαίου. Όχι όμως μόνο με την έννοια ενός συνόλου κανόνων δικαίου αλλά, κυρίως, με την έννοια ενός συνόλου δικαιικών αξιών».
«Η αρχή του κράτους δικαίου, οι δημοκρατικές αρχές, ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο του οικοδομήματος της Ένωσης. Τα κράτη-μέλη της Ένωσης, θέτοντας ως βάση αυτές τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες, εκφράζουν τη βούληση και την ελπίδα για τη δημιουργία ενός κοινού νομικού πολιτισμού. Και είναι ακριβώς αυτές οι κοινές δικαιικές αξίες και αρχές που μας επιτρέπουν να μπορούμε να μιλάμε πλέον και για μια κατεύθυνση ευρωπαϊκής ενοποίησης και σε επίπεδο δικονομικών κανόνων» είπε ο κ. Τσίπρας, προσθέτοντας «γιατί μόνο επί τη βάσει αυτών των αρχών μπορεί να δομηθεί μία σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης ανάμεσα στα κράτη-μέλη, σε έναν τόσο ευαίσθητο τομέα».
Έφερε ως παράδειγμα το ότι «η αμοιβαία αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων έχει ως αναγκαστικό προαπαιτούμενο την αμοιβαία εμπιστοσύνη και μάλιστα σε αυξημένο βαθμό, γιατί αφορά θεμελιώδη στοιχεία εθνικής κυριαρχίας. Όπως, εξάλλου, και η διαδικασία εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων».
Σημείωσε επίσης ότι η προσέγγιση των δικονομικών δικαίων είναι πολύ σημαντική για την προώθηση της πορείας της Ένωσης, προσθέτοντας ότι «δεν μπορεί να μιλάμε για πραγματική εσωτερική αγορά και πραγματική ένωση χωρίς κοινούς δικονομικούς κανόνες που να διευκολύνουν τις διασυνοριακές συναλλαγές, αλλά και ταυτόχρονα να εγγυώνται την ισοδύναμη προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων των πολιτών της Ένωσης, όταν δρουν εκτός των στεγανών των συνόρων των κρατών μελών. Και μάλιστα κατοχυρώνοντας ένα υψηλό επίπεδο δικονομικών εγγυήσεων επί τη βάσει του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».
Ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι η κρίση απομάκρυνε την Ευρώπη από τις ιδρυτικές της αξίες και κατέληξε να απομακρύνει και όχι να αποτελέσει καταλύτη προσέγγισης των κρατών μελών και των λαών τους.
Επισήμανε ότι η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με τις συνέπειες αυτής της κρίσης η οποία επέτεινε την ασύμμετρη ολοκλήρωση της ΕΕ και βάθυνε το ρήγμα Βορρά-Νότου.
«Με πυρήνα το ενιαίο νόμισμα, χωρίς, όμως, ενιαία οικονομική και δημοσιονομική πολιτική, αλλά και χωρίς το επιστέγασμα μιας πολιτικής ένωσης. Μια Ευρωζώνη που περιλαμβάνει κράτη-μέλη με διαφοροποιημένα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και συστήματα θεσμικής οργάνωσης της κοινωνικοοικονομικής διαδικασίας» πρόσθεσε.
Είπε ακόμα, ότι η διαχείριση της κρίσης μεγέθυνε το παράδοξο με το οποίο η Ευρώπη είναι σήμερα αντιμέτωπη, καθώς «μετέφερε ατύπως αλλά ουσιαστικά το κέντρο λήψης αποφάσεων από τους υπερεθνικούς, ευρωπαϊκούς θεσμούς στους διακυβερνητικούς».
«Πίσω από κλειστές πόρτες άτυπων οργάνων, που δε λογοδοτούν στους ευρωπαίους πολίτες και κρατιούνται μακριά από αυτούς. Οι αποφάσεις λαμβάνονται, πλέον, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο θεσμικά ανύπαρκτο Eurogroup, που έχουν ως συνδετικό κρίκο το νεοφιλελεύθερο δημοσιονομικό φετιχισμό, με σαφή υποβάθμιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» πρόσθεσε ο κ. Τσίπρας.
Ο πρωθυπουργός συνέχισε, αναφέροντας «δηλαδή, τη στιγμή κατά την οποία η ΕΕ υποτίθεται ότι θα γινόταν περισσότερο δημοκρατική, με το θεσμικό και πολιτικό προβάδισμα που απέδιδε η Συνθήκη της Λισαβόνας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, έγινε περισσότερο εθνοκεντρική και τεχνοκρατική» και αυτό, μεταξύ άλλων, έχει ως συνέπεια «να κυριαρχεί σήμερα μια ετεροβαρής και ιδιοτελής αντίληψη για την προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη».
Ο κ. Τσίπρας είπε ότι η αντίληψη αυτή «εστιάζει στην ταχεία μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων στον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά ανέχεται τα εξίσου - εάν όχι και περισσότερο - επιβαρυντικά για την Ευρωζώνη, συστηματικά και θηριώδη ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στον ευρωπαϊκό Βορρά, και, πρωτίστως, στη Γερμανία».
«Παράλληλα, η επιδείνωση των ενδογενών ασυμμετριών της ευρωπαϊκής ενοποίησης επιτάχυναν τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες τόσο ανάμεσα στα κράτη-μέλη όσο και μέσα σε αυτά. Το σημερινό επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής απόκλισης στην Ευρωζώνη δεν έχει προηγούμενο. Αντιβαίνει στους στόχους των ευρωπαϊκών Συνθηκών για ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη, πλήρη απασχόληση και κοινωνική πρόοδο» υπογράμμισε ο κ. Τσίπρας.
Ο πρωθυπουργός στάθηκε ιδιαίτερα στο θέμα της ανεργίας που ακόμα και όταν η Ευρωζώνη ανακάμπτει, παραμένει υψηλότερη από το επίπεδο πριν από την κρίση αλλά και άνισα κατανεμημένη στο δίπολο Βορρά-Νότου.
«Στον ευρωπαϊκό Νότο είναι σαφώς και σταθερά μεγαλύτερη από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την ίδια στιγμή που η ανεργία των νέων κυμαίνεται ανάμεσα στο 30% και το 50%. Κινδυνεύουμε να συμβιώνουμε με μια «χαμένη γενιά» νέων ανθρώπων υψηλών προσόντων, για την οποία εμείς θα ευθυνόμαστε. Αυτό είναι το μεγάλο και πιεστικό πρόβλημα της Ευρώπης σήμερα και αυτή πρέπει να είναι η πολιτική της προτεραιότητα» τόνισε ο πρωθυπουργός, επισημαίνοντας ότι «γι' αυτό η δημοσιονομική σταθεροποίηση είναι μεν αναγκαία, δεν είναι, όμως, αυτοσκοπός, ούτε μπορεί να επιβάλλεται ερήμην των κοινωνικών συνθηκών. Πρέπει να συνεκτιμά και να συνδυάζεται με την άμεση ανάγκη για ταχεία μείωση της ανεργίας και αύξηση των ποιοτικών θέσεων εργασίας, στην κατεύθυνση της πλήρους απασχόλησης. Να μειώσουμε την ανεργία των νέων και των μακροχρόνια ανέργων, όσο πιο πολύ και όσο πιο σύντομα. Και γι' αυτό χρειαζόμαστε επενδύσεις και ανάπτυξη. Όχι στα λόγια, αλλά με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που θα τη διευκολύνουν».