Ο τέως πρέσβης της Ελλάδας στην Ουάσινγκτον μιλά για την επικείμενη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον πρόεδρο των ΗΠΑ
Η αύξηση του ειδικού βάρους της Ελλάδας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ ταυτόχρονα με την «τυχοδιωκτική» πολιτική της Τουρκίας, ενισχύει το ρόλο της χώρας μας ως μοναδικού παράγοντα σταθερότητας επισημαίνει, με δηλώσεις του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο τέως πρέσβης της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον Χρήστος Παναγόπουλος, ενόψει της συνάντησης Τσίπρα -Τραμπ στον Λευκό Οίκο στις 17 Οκτωβρίου.
Ο κ. Παναγόπουλος, που υπηρέτησε στην Ουάσιγκτον την περίοδο 2012-2016, γνωρίζει από πρώτο χέρι το πώς προετοιμάζονται αυτές οι συναντήσεις, το κλίμα που επικρατεί και τις προσδοκίες που καλλιεργούνται. Εκφράζει τις σκέψεις του για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, την κατάσταση στην περιοχή, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα προβλήματα οι ΗΠΑ. Παράλληλα, διατυπώνει τις σκέψεις του για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κινηθεί η Ελλάδα, ενόψει της συνάντησης της 17ης Οκτωβρίου, προκειμένου η συνάντηση αυτή να αποβεί όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη και επωφελής για τα εθνικά συμφέροντα.
Όπως επισημαίνει ο κ. Παναγόπουλος μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «στον πρωθυπουργό θα δοθεί ευκαιρία να προβάλει στον συνομιλητή του τη δική μας οπτική για τα θέματα που έχει προεπιλέξει και με βάση την παρουσίαση αυτή να αποσπάσει στήριξη στον πυρήνα των θεμάτων που έχει καταλήξει». Υπογραμμίζει με έμφαση ότι «οι εξελίξεις στην περιοχή μας είναι ραγδαίες και εκρηκτικές και αυτό μπορεί να τείνει να αυξήσει σημαντικά το ειδικό βάρος της χώρας μας, που εμφανίζεται με σύντονες πρωτοβουλίες διαδοχικών κυβερνήσεων ως μοναδικός παράγοντας σταθερότητας και ασφάλειας, στην εμπροσθοφυλακή της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, σε μια από την πλέον εύφλεκτες περιοχές του πλανήτη».
Με βάση την εμπειρία του, ο κ. Παναγόπουλος υπενθυμίζει ότι «οι συναντήσεις κορυφής Ελλάδος -ΗΠΑ, αποτελούν, πάγια για τη χώρα μας, εξαιρετική ευκαιρία για την προβολή του ρόλου μας ως παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή, κρίσιμη για την παγκόσμια ειρήνη και την προώθηση των διμερών μας σχέσεων, που πάντως βρίσκονται σε εξαιρετικό επίπεδο, ως αποτέλεσμα σύντονων πρωτοβουλιών διαδοχικών κυβερνήσεων και τέλος τη δέσμευση για κοινές δράσεις και στήριξη».
Σημειώνει, επίσης, στις δηλώσεις του στο Πρακτορείο, ότι τα τελευταία χρόνια, οι συναντήσεις κυριαρχούνται από την οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα μας και συμπληρώνει: «Προσωπικά είχα την ευκαιρία να συνδιοργανώσω το καλοκαίρι του 2013 με το στενό επιτελείο του τότε πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά την άκρως επιτυχημένη επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο με μετρήσιμα θετικά αποτελέσματα σε μια άκρως δυσμενή για τη χώρα μας συγκυρία».
Ενόψει της συνάντησης Τσίπρα -Τραμπ, ο κ. Παναγόπουλος εφιστά την προσοχή τονίζοντας ότι «η ευκαιρία που δίνεται με τη συνάντηση Τσίπρα -Τραμπ, δεν σημαίνει ότι τα αποτελέσματα θα έρθουν νομοτελειακά, αν δεν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, η βάση των οποίων είναι: Λεπτομερής σχεδιασμός, ρεαλιστική πληροφόρηση και απεικόνιση των πραγματικών επιδιώξεων της άλλης πλευράς, καθορισμός στόχων και στο "δια ταύτα" τελική προσπάθεια στήριξης του Λευκού Οίκου στον πυρήνα των στόχων μας».
Σύμφωνα με την ανάλυση του κ. Παναγόπουλου, προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να συμβάλουν «τα βαριά χαρτιά μας» που τα «αποτελούν, η γεωπολιτική μας θέση, το βάθος και η ποιότητα των σχέσεών μας (η χώρα μας είναι από τις ελάχιστες που βρέθηκαν πάντα στο ίδιο στρατόπεδο με τις ΗΠΑ, χωρίς ποτέ να έχουμε πολεμήσει εναντίον τους), ενώ ζωντανή γέφυρα είναι η ομογενειακή μας κοινότητα και ασφαλώς το πολύτιμο αποτύπωμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, για την οποία οι Αμερικανοί έχουν βαθύ σεβασμό».
Αυτά, προσθέτει, «είναι κυρίως τα στοιχεία που διαφοροποιούν τη χώρα μας στα μάτια των ΗΠΑ από μια ασήμαντη μικρή χώρα 10 εκατομμυρίων με ανεξάντλητο κατάλογο διαρκών προβλημάτων, σε αξιόπιστο εταίρο και σύμμαχο σε μια από τις πλέον εκρηκτικές περιοχές του πλανήτη, που πιστεύουν στο ίδιο σύστημα αρχών και αξιών και η συνεργασία δεν είναι τυχοδιωκτική, αλλά έχει δοκιμαστεί σε βάθος χρόνου».
Ταυτόχρονα, όμως, ο κ. Παναγόπουλος, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, υπογραμμίζει: «αυτό, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι αμοιβαία ασπαζόμαστε αυτόματα ο ένας τις επιλογές του άλλου. Ειδικότερα, η Ουάσιγκτον επιφορτισμένη με ευθύνες σε παγκόσμια κλίμακα και τη διατήρηση της σταθερότητας, όπως την αντιλαμβάνεται με τη δική της πανοραμική θεώρηση, αυτόματα έχει την τάση να υποβαθμίζει περιφερειακά προβλήματα και τις διαφορές σε τοπικό επίπεδο μεταξύ συμμάχων της . Κύριο ρόλο διαδραματίζει η Realpolitik, όπως τη δίδαξε ο κύριος παράγοντας διαμόρφωσης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες, Χένρι Κίσιγκερ -που ακόμη υπάρχει στην ελίτ της αμερικανικής κοινότητας εξωτερικών υποθέσεων- και πολύ λιγότερο το διεθνές δίκαιο που χρησιμοποιείται κατά το δοκούν. Υπάρχουν και θιασώτες της θεωρίας, ότι δεν υπάρχει διεθνές δίκαιο, που δεν φαίνεται να βρίσκει τον κ. Τραμπ πολύ μακριά».
Στο πλαίσιο αυτό, ο Έλληνας διπλωμάτης θυμίζει «την αποδιδόμενη στον Κωνσταντίνο Καραμανλή φράση, ότι δεν μπορείς να ζητάς δεκάδες πράγματα ταυτόχρονα, γιατί έτσι απλώς εξουδετερώνεις τον πυρήνα των θέσεών σου».
Όσον αφορά την Τουρκία , ο κ. Παναγόπουλος επισημαίνει ότι «οι τελευταίες τυχοδιωκτικές κινήσεις της Τουρκίας που φαίνεται να έχει υποταχθεί σε αυτοκαταστροφική μεγαλομανία, ενισχύει την προβολή του ρόλου μας». Ωστόσο, τονίζει, «καλό θα είναι πάντως να μην παρασυρθούμε σε επιπόλαιες συναισθηματικές αντιδράσεις, τις οποίες έχουμε πληρώσει ακριβά στο παρελθόν. Ας θυμηθούμε τους πανηγυρισμούς ορισμένων άκαπνων υπερπατριωτών από την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού από την Τουρκία και την οικτρή διάψευσή τους σχεδόν αμέσως. Η Τουρκία θα εξακολουθήσει να είναι …κατά πάσα πιθανότητα γείτονάς μας, ενώ οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα πρέπει να αναλυθούν νηφάλια σε βάθος χρόνου, αν θέλουμε να είμαστε πιο "έξυπνοι" από τους τυχοδιώκτες γείτονες».