«Η κυβέρνηση με παρρησία και πάντοτε μέσα από το διάλογο συνεχίζει να επιδιώκει τομές»
«Οι απόψεις και θέσεις της Εκκλησίας που κατατίθενται στη δημόσια συζήτηση είναι απολύτως σεβαστές» σχολιάζουν από την κυβέρνηση και προσθέτουν:
«Η κυβέρνηση με παρρησία και πάντοτε μέσα από το διάλογο συνεχίζει να επιδιώκει τομές για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, κατατωγής, φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού».
Σημειώνεται πως έκκληση να αποσύρει το νομοσχέδιο για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, απευθύνει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο σύνολο του πολιτικού κόσμου, σύμφωνα με σημερινό ανακοινωθέν.
Ζητά «να αρθεί στο ύψος της ευθύνης και αποστολής του, πέρα από πολιτικά ιδεολογήματα, προκαταλήψεις και την επίκληση του ανεξέλεγκτου δικαιωματισμού, να αποσύρει το σχέδιο νόμου, να δείξει ανάλογο ενδιαφέρον για την επίλυση των σοβαρότατων προβλημάτων που μαστίζουν την κοινωνία, το έθνος μας και τον λαό, και αντί να ενισχύει την ένταση, τον διχασμό και τον παραλογισμό, να συμβάλει στην πνευματική ανόρθωση των πολιτών μας».
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, «ως ύστατη κίνηση αγάπης προς τον λαό μας» και εν όψει της επικειμένης συζήτησής του στην Ολομέλεια της Βουλής, επαναλαμβάνει τις βασικές της θέσεις:
- Το φύλο στον άνθρωπο αποτελεί ιερή παρακαταθήκη και υπηρετεί στη βάση της ψυχοσωματικής συμπληρωματικότητας το μυστήριο της ζωής και της αγάπης. Υπό την έννοια αυτήν, δεν είναι επιλέξιμο, αλλά ως δώρο αποτελεί θείο χάρισμα στον άνθρωπο, που πρέπει αυτός να αξιοποιήσει για τον αγιασμό του.
- Θεωρεί ότι «η νομολογία των δικαστηρίων της πατρίδας μας καλύπτει, όπου υπάρχει ανάγκη, υφιστάμενα προβλήματα, με το δεδομένο ότι το φύλο, ούτε επιλέγεται ελεύθερα ούτε και μεταβάλλεται κατά βούλησιν, αλλά επί τη βάσει ανατομικών, φυσιολογικών και βιολογικών χαρακτηριστικών που ορίζουν την ταυτότητα του ανθρώπου και βεβαιώνονται μέσω ιατρικών γνωματεύσεων προς το δικαστήριο. Ο νόμος δεν μπορεί να αρκείται απλώς στην επιστημονικά ατεκμηρίωτη δήλωση του πολίτη, που ενδεχομένως αργότερα δύναται να μεταβληθεί».
- Το προτεινόμενο νομοσχέδιο «προκαλεί το αίσθημα της κοινωνίας, τορπιλίζει τον ιερό θεσμό της οικογένειας, έρχεται σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη και την κοινή λογική και κυρίως καταστρέφει τον άνθρωπο. Αντί να λιγοστεύει τη σύγχυση και τις ψυχικές διαταραχές, θα τις αυξήσει και θα δώσει διαστάσεις επικίνδυνου κοινωνικού φαινομένου. Ιδίως όταν επεκτείνει τις δυνατότητές του και μεταξύ των μαθητών, δημιουργεί εκρηκτική κατάσταση και στα σχολεία».
- Πίσω από όλες αυτές τις προσπάθειες δεν διακρίνει το ενδιαφέρον για τον ταλαιπωρημένο και αδικημένο συνάνθρωπο, αλλά «την ύπαρξη ισχυρών ομάδων, με αποτέλεσμα τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής και την πνευματική νέκρωση του ανθρώπου» και
- Κάνει μια ύστατη έκκληση στο σύνολο του πολιτικού κόσμου, «να αρθεί στο ύψος της ευθύνης και αποστολής του και πέρα από πολιτικά ιδεολογήματα, προκαταλήψεις και την επίκληση του ανεξέλεγκτου δικαιωματισμού, να αποσύρει το νομοσχέδιο, να δείξει ανάλογο ενδιαφέρον για την επίλυση των σοβαρότατων προβλημάτων που μαστίζουν την κοινωνία, το έθνος μας και τον λαό και αντί να ενισχύει την ένταση, τον διχασμό και τον παραλογισμό, να συμβάλει στην πνευματική ανόρθωση των πολιτών μας».
Επιπρόσθετα, τονίζει ότι «σε εποχή που η ανάγκη ταυτότητας και συνοχής αποτελεί ανάγκη εθνικής και πνευματικής επιβίωσης, η νομική κατοχύρωση της ρευστότητας της προσωπικής ταυτότητας είναι ό,τι χειρότερο υπάρχει. Η Εκκλησία περιβάλλει με αγάπη και κατανόηση αδιακρίτως όλους τους ανθρώπους, αλλά προσβλέποντας πάντοτε στη σωτηρία τους, οφείλει να καταδείξει την αστοχία κρίσιμων επιλογών τους».
Επιπλέον, κάνει γνωστό ότι «παρακολουθεί με προσοχή την ως μη όφειλε, έντονη συζήτηση επί του νομοσχεδίου για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Προς τούτο κατέθεσε τις απόψεις της στη γενομένη ανοιχτή διαβούλευση, παρέστη δι' εκπροσώπου της στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή και προέβη στα διαβήματα που της αναλογούν αρμοδίως».