«Πάμε για έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα προσαρμογής»
«Στόχος της κυβέρνησης είναι η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα. Η βασική μας επιδίωξη σήμερα είναι να έχουμε ολοκληρώσει τη μεγάλη πλειονότητα των προαπαιτούμενων μέχρι τις αρχές Νοέμβρη και να προχωρήσουμε ομαλά στις διαδικασίες ολοκλήρωσης. Πρόκειται για στόχο εφικτό με δεδομένο ότι οι προηγούμενες αξιολογήσεις καθυστέρησαν όχι με ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης αλλά εξαιτίας των δημοσιονομικών κυρίως απαιτήσεων του ΔΝΤ. Αντίθετα τώρα η πορεία της ελληνικής οικονομίας αλλά και η δημοσιονομική κατάσταση δεν φαίνεται να δημιουργεί περιθώρια για νέες απαιτήσεις», αναφέρει σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κυριακής», ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος και υπογραμμίζει:
«Οι στόχοι όχι μόνον επιτυγχάνονται αλλά σημειώνεται και διαρκής υπεραπόδοση. Επομένως το σενάριο με τις συντριπτικά ισχυρότερες πιθανότητες είναι ότι από τις αρχές του επόμενου χρόνου θα περάσουμε στην τελική ευθεία των διαπραγματεύσεων για την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα προσαρμογής».
Ερωτώμενος για το ποια θα ήταν για την κυβέρνηση η επιθυμητή εξέλιξη σε σχέση με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απαντά ότι «το διεθνές νομισματικό ταμείο έχει εγκρίνει επί της αρχής ένα πρόγραμμα και θα πρέπει να τηρήσει τα συμφωνηθέντα ενώ την ίδια υποχρέωση έχουν και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Αυτή είναι η υποχρέωσή τους αλλά και η προσδοκία της ελληνικής κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν εκτιμώ ότι υπάρχει η διάθεση από τον οποιονδήποτε για διακινδύνευση της ολοκλήρωσης του προγράμματος».
Ταυτόχρονα ο κ. Τζανακόπουλος εκφράζει την πεποίθηση πως «η Ευρώπη έχει κατανοήσει ότι η διαδικασία της ενοποίησης περνά μέσα από την οριστική επίλυση του ελληνικού ζητήματος και αυτή η κατανόηση θα βαρύνει καθοριστικά κατά τη διάρκεια των τελικών διαπραγματεύσεων».
Απαντώντας για το αν υπάρχει διαφορά εκτιμήσεων ή διάσταση απόψεων ανάμεσα στο Μέγαρο Μαξίμου και στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, όσον αφορά την επίτευξη των στόχων, ο κ. Τζανακόπουλος είναι κατηγορηματικός:
«Δεν υπήρξε καμία διαφορά στις εκτιμήσεις, πόσο μάλλον διάσταση απόψεων. Το Υπουργείο Οικονομικών έχει πλήρη και εξαιρετικά αναλυτική εικόνα -ως οφείλει άλλωστε- για την πορεία των δημοσίων οικονομικών αλλά και συνολικά της ελληνικής οικονομίας. Με βάση αυτή την εικόνα, διατυπώνονται δημόσια οι εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης και ο σχεδιασμός για τα επόμενα βήματα ενόψει της αξιολόγησης. Είναι άρα άτοπο, να γίνεται προσπάθεια για μία ακόμη φορά να δημιουργηθούν εντυπώσεις ειδικά σε ένα θέμα που θα ήταν και πρακτικά αδύνατο να συμβεί».
«Η κυβέρνηση εργάζεται με ενιαίο και συντονισμένο τρόπο διότι ο σκοπός για τον οποίο εκλέχθηκε πριν από δύο χρόνια, δεν επιτρέπει οτιδήποτε πέραν αυτού. Και τούτο παρά τις πραγματικές δυσκολίες που δημιουργεί η χαοτική διοικητική δομή που έστησαν οι φιλελεύθεροι θιασώτες του μικρού και ευέλικτου κράτους», αναφέρει ο κ. Τζανακόπουλος και προσθέτει:
«Η συλλογική έγνοια λοιπόν όλων όσων απαρτίζουν αυτή την κυβέρνηση δεν είναι άλλη από την καθημερινή βελτίωση της αποτελεσματικότητας των κυβερνητικών δράσεων και του βέλτιστου δυνατού συντονισμού ανάμεσα στα Υπουργεία, με τρόπο επωφελή για τον ελληνικό λαό».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ασκεί έντονη κριτική στην αξιωματική αντιπολίτευση κάνει λόγο για κάθετη διαχωριστική γραμμή του πολιτικού συστήματος σήμερα και τονίζει ότι «τα σχέδια που αυτή τη στιγμή συγκρούονται είναι απολύτως ευκρινή.
Το σχέδιο που παρουσίασε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ αφορά την τόνωση της ανάπτυξης στη βάση συγκεκριμένων οικονομικών, δικαιοκρατικών και εξισωτικών αρχών: Την προστασία της εργασίας και των εργαζομένων, τους αξιοπρεπείς μισθούς, τον σεβασμό των νόμων αλλά και τη θεμελίωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας στην καινοτομία, την υψηλή προστιθέμενη αξία και την ποιότητα», αναφέρει ο κ. Τζανακόπουλος και σημειώνει:
«Από την άλλη μεριά η ΝΔ προτείνει -με έναν αφελή αλλά ταυτόχρονα επικίνδυνο πρωτοφιλελεύθερο λόγο- ένα παραγωγικό μοντέλο όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και συντριβής της εργασίας. Αυτή είναι η κάθετη διαχωριστική γραμμή του πολιτικού συστήματος σήμερα».