Κοντογεώργης: «Η συνάντηση Μητσοτάκη-Ανδρουλάκη θα παράξει αποτελέσματα»

Κοντογεώργης: «Η συνάντηση Μητσοτάκη-Ανδρουλάκη θα παράξει αποτελέσματα»

«Όταν μιλάμε για συναινέσεις, πολλοί σκέφτονται κυβερνητικά σχήματα και συνεργασίες, αλλά αυτά τα αποφασίζει ο ελληνικός λαός όταν έρθει η ώρα»

Καίριες διαπιστώσεις στο θέμα των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής κομίζει ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Θανάσης Κοντογεώργης, σε συνέντευξή του στη «Βραδυνή της Κυριακής», μαζί φυσικά με απαντήσεις στα πολιτικά θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας.

Η συνέντευξη ξεκινά από το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, θέμα για το οποίο ο Θανάσης Κοντογεώργης επισημαίνει, ότι «η συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Βρετανό ομόλογό του ενίσχυσε τη θετική κατεύθυνση στην οποία έχουν στραφεί οι συζητήσεις της χώρας μας με το Βρετανικό Μουσείο. Είναι θετική ή διαβεβαίωση της βρετανικής κυβέρνησης ότι δεν θα σταθεί εμπόδιο στις συνομιλίες μας με το Βρετανικό Μουσείο. Από εκεί και πέρα, όμως, είναι νομίζω κατανοητό ότι απαιτούνται λεπτοί χειρισμοί και δεν προσφέρει παραπάνω στην προσπάθεια οποιαδήποτε παραπάνω δημόσια συζήτηση για το θέμα».

Ερωτηθείς για το πρόσωπο του επόμενου Προέδρου Δημοκρατίας, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ δηλώνει βέβαιος, ότι θα καταβληθεί η προσπάθεια για τη μέγιστη δυνατή συναίνεση. Πάντως, προσθέτει, «η ευρεία ονοματολογία γενικώς δεν προσφέρει κάτι ούτε αρμόζει να κάνουμε τέτοια συζήτηση πριν τον συνταγματικώς προβλεπόμενο χρόνο. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση της πρότασης, που θα ανακοινωθεί το νέο έτος, είναι του πρωθυπουργού ο οποίος έχει δώσει στίγμα του πλαισίου στο οποίο κινείται, την αξία και τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει το πρόσωπο».

Αλλάζοντας θέμα, στα της κλιματικής αλλαγής, προειδοποιεί ότι η προέλασή της θέτει «υπεράνω αμφιβολίας ότι έντονα και ακραία καιρικά φαινόμενα, με όσα αυτά συνεπάγονται κάθε φορά, θα είναι μέρος του ετήσιου κύκλου. Αυτή είναι μια πολύ σοβαρή πρόβλεψη που καθιστά τη θωράκιση της χώρας μονόδρομο. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα για το αν προλαβαίνουμε να θωρακιστούμε, είναι επιτακτικό και πρέπει να γίνει με τον πληρέστερο τρόπο που είναι οικονομικά, χρονικά και πρακτικά εφικτός. Η κυβέρνηση προτεραιοποιεί και επιταχύνει μικρές και μεγάλες παρεμβάσεις σε όλη τη χώρα, όχι μόνο σε πληγείσες περιοχές. Πλέον ένα σημαντικό μέρος των έργων υποδομής που γίνονται ή έχουν σχεδιαστεί, σχετίζονται με τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής και την ανθεκτικότητα των υποδομών», διαβεβαιώνει.

Και συνεχίζει χαρακτηρίζοντας «εξίσου καίριες» τις παρεμβάσεις που σχετίζονται με το νερό: «Το νερό είναι το πιο σοβαρό για την Ελλάδα ζήτημα της κλιματικής αλλαγής σε κάθε του πτυχή: την προστασία από πλημμύρες, τη συγκράτηση των χειμερινών υδάτων προς αξιοποίηση, την ορθή άρδευση, την ποιοτική ύδρευση και βέβαια τη διαχείριση των λυμάτων. Με ένα ευρύ πρόγραμμα επανοργάνωσης και εκσυγχρονισμού θεσμών και υποδομών η κυβέρνηση σχεδιάζει ένα βασικό πλέγμα βιωσιμότητας προτού το πρόβλημα μετατραπεί σε πραγματική αναπτυξιακή απειλή», καταλήγει για το θέμα αυτό.

Κληθείς δε, να σχολιάσει τις πολιτικές εξελίξεις στην ήπειρό μας, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ αναφέρει πως «οτιδήποτε συμβαίνει στην Ευρώπη, πολλώ δε μάλλον αν κλονίζει τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες και ιστορικούς πυλώνες της (σ.σ. τη Γαλλία και τη Γερμανία), μας αφορά και το παρακολουθούμε τόσο ως προς τις εκδηλώσεις όσο και ως προς τα αίτια». Ενώ ειδικά για το ζητούμενο της πολιτικής σταθερότητας, δηλώνει ότι «η ελληνική κοινωνία πέρασε μια δεκαετία κρίσεων και αβεβαιότητας και έχει βιώσει έντονα όψεις της αστάθειας ώστε πλέον να επιδιώκει τη σταθερότητα πολύ συνειδητά. Η κυβέρνηση από το 2019 προσπάθησε να κάνει τη χώρα να ξαναπιστέψει, ότι έχει μέλλον και θέση και φωνή στην ενωμένη Ευρώπη, παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν και την γενική επίπτωση της πανδημίας και το πέτυχε, παραμένοντας σε εγρήγορση απέναντι σε κάθε εξέλιξη που χρήζει προσοχής».

Στο κεφάλαιο περί συναινέσεων, παρατηρεί ότι «όταν μιλάμε για συναινέσεις, πολλοί σκέφτονται κυβερνητικά σχήματα και συνεργασίες, αλλά αυτά τα αποφασίζει ο ελληνικός λαός όταν έρθει η ώρα. Η Νέα Δημοκρατία θα προσέλθει στις εκλογές του 2027 με τη δύναμη που αντλεί από την προσπάθεια που καταβάλλει και το αναπτυξιακό έργο που επιδιώκει και πραγματοποιεί σε όλη τη χώρα», τονίζει εξ άλλου. Όσον αφορά συναινέσεις επί της πολιτικής ύλης που παράγεται κατά τη θητεία μιας κυβέρνησης, αυτές είναι «επιθυμητές στο βαθμό που ενισχύουν τον εκάστοτε πολιτικό σκοπό αλλά και, κυρίως, θα έλεγα για να υπάρχει ένα επίπεδο δημοσίου διαλόγου που να επιτρέπει τους πολίτες να σκέφτονται ψύχραιμα και να μην παρασύρονται από εύκολους λαϊκισμούς. Η συνάντηση του πρωθυπουργού με τον κύριο Ανδρουλάκη είναι ένα πρώτο καλό βήμα και πιστεύω, θα παράξει αποτελέσματα. Η αντιπαράθεση και η σύγκριση πρέπει να είναι προγραμματική, ώστε οι πολίτες να μπορούν να κρίνουν και να επιλέξουν ποια πολιτική δύναμη μπορεί να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για όλους».

Κλείνοντας με την ακρίβεια, «το πρόβλημα, προφανώς, και παραμένει και δεν μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας», αναγνωρίζει ο Θανάσης Κοντογεώργης και συμπληρώνει: «Η αντιμετώπιση των παραγόντων που συντελούν σε ένα αυξημένο κόστος διαβίωσης, όπως η ακρίβεια και η στέγη, είναι για εμάς προτεραιότητα. Ναι, υπάρχει βελτίωση. Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα έχει υποχωρήσει σε μηδενικά επίπεδα αλλά, έχουμε ξεκινήσει από ψηλά, λόγω του συσσωρευμένου πληθωρισμού. Αρκετά νέα ζευγάρια βρήκαν στέγη μέσα από τις πολιτικές μας για πρόσβαση σε φτηνότερη στέγη αλλά πρέπει να πέσουν στην αγορά περισσότερα ακίνητα και να ανοίξουν κλειστά διαμερίσματα. Σε αυτή την κατεύθυνση κινούμαστε. Η πολιτική μας φέρνει αποτελέσματα αλλά σίγουρα οι δυσκολίες είναι ακόμα σημαντικές. Οι στόχοι για το μέσο εισόδημα και την απασχόληση που έχουμε θέσει για το 2027 είναι απολύτως εφικτοί και στο μεσοδιάστημα θα καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε η καθημερινότητα να γίνει καλύτερη και πιο βιώσιμη», διαβεβαιώνει κλείνοντας.