Ο υπουργός Υγείας ωστόσο δεν απέκλεισε να ληφθούν αποφάσεις προς αυτή την κατεύθυνση
«Δεν είναι του υπουργείου Υγείας» το «σχετικό σχέδιο νόμου για το αίμα», πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν οι όποιες αντιδράσεις, ξεκαθαρίζει με δηλώσεις του στο ΑΠΕ ο υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης.
Απαντώντας για τα δημοσιεύματα που εμφανίζουν το υπουργείο Υγείας -με το εν λόγω προσχέδιο - να δίνει το πράσινο φως για ιδιωτικά κέντρα συλλογής πλάσματος αίματος και αιμοδότες που θα αποζημιώνονται με χρήματα για την συλλογή πλάσματος αίματος, ανέφερε επί λέξη: «Δεν υπάρχει κανένα σχέδιο νόμου του υπουργείου Υγείας για αυτό το θέμα. Διακινείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στις εφημερίδες ένα προσχέδιο νόμου που δεν είναι του υπουργείου». Ωστόσο, ο Άδωνις Γεωργιάδης απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ΑΠΕ, πρόσθεσε πως το υπουργείο Υγείας βρίσκεται σε συζητήσεις για αυτά τα θέματα και δεν έχει λάβει οριστικές αποφάσεις. «Ξεκαθαρίζω ότι δεν αποκλείω να λάβουμε αποφάσεις προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά ακόμα δεν έχουμε λάβει» τονίζει.
Το προσχέδιο νόμου που φέρεται να έχει εκπονηθεί από το υπουργείο Υγείας , ήδη έχει προκαλέσει αντιδράσεις, καθώς εκτιμάται ότι δεν λαμβάνει υπόψιν του τις αρχές της αιμοδοσίας, που βασίζονται στην προσφορά και στον εθελοντισμό και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια του αίματος. Ερωτηθείς ο κ. Γεωργιάδης από το ΑΠΕ και το δημοσιογράφο , Μιχάλη Κεφαλογιάννη, για τις αντιδράσεις που προκάλεσε η δημοσιότητα που έλαβε το ζήτημα και για το αν οι φόβοι για την ασφάλεια του πλάσματος - για τους οποίους γίνεται ήδη λόγος - είναι βάσιμοι, απάντησε: «Οι αντιδράσεις προέρχονται από τους μονίμως αντιδρούντες. Η δήθεν δυσαρέσκεια της Κομισιόν που γράφτηκε σε πρωτοσέλιδο εφημερίδας, είναι σχεδόν αστειότητα, καθόσον θα ήταν αδιανόητο η Κομισιόν να εκφράζει αντιρρήσεις, για κάτι που το επιτρέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία» . Επίσης, πρόσθεσε πως ήδη «πέντε ευρωπαϊκές χώρες έχουν κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση και ναι, δεν αποκλείεται να πάει και η Ελλάδα προς τα εκεί».
Θα έχουμε το χρόνο μέσα στο καλοκαίρι να συζητήσουμε με όλους τους ενδιαφερομένους και να δούμε, αν η Ελλάδα επιθυμεί ή όχι να κάνει κάτι, που το κάνει ήδη η Γερμανία, η Αυστρία και άλλες χώρες, ανέφερε ο κ.Γεωργιάδης. Σε ερώτηση για την εμπορευματοποίηση του αίματος μέσω της αποζημίωσης των αιμοδοτών, ενδεχόμενο το οποίο εγείρει διαφωνίες από υγειονομικούς, επιστήμονες, αλλά και συλλόγους, ο υπουργός Υγείας απάντησε, πως «η αποζημίωση των αιμοδοτών είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και πλέον χρησιμοποιείται και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.Η τάση είναι όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες να κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, παρά το αντίθετο. Για ποιο λόγο; Διότι υπάρχει μεγάλο έλλειμμα πλάσματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Άρα, η εθελοντική διαδικασία δεν επαρκεί για την ανθρωπότητα. Είναι τόσο απλό. Από την ώρα που δεν επαρκεί η εθελοντική διαδικασία, οι διάφορες χώρες σκέφτονται και άλλες λύσεις», επισήμανε ο κ. Γεωργιάδης, που έσπευσε να τονίσει : «Εγώ δεν θέλω να προκαταλάβω τη δημόσια συζήτηση, ούτε προς τη μια, ούτε προς την άλλη κατεύθυνση. Θα το εξετάσουμε, είναι η σωστή απάντηση».
Ερωτηθείς για το εάν το υπουργείο Υγείας είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει συγκεκριμένη πολιτική όσον αφορά την διάθεση του πλάσματος αίματος, επισήμανε πως « δεν έχουμε καμία υποχρέωση από κανέναν. Οφείλω όμως να πω σε αυτούς που εγείρουν γενικώς το θέμα, υποστηρίζοντας ότι το αίμα πρέπει να συλλέγεται μόνο επί εθελοντικής βάσεως, πως η Ελλάδα εισάγει αίμα και πληρώνει για την εισαγωγή αυτή. Δεν είναι λοιπόν μόνο ζήτημα εθελοντικής βάσεως, είναι και ζήτημα αγοραπωλησίας αφού εισάγουμε και πληρώνουμε. Άρα, οι όλες σχετικές ετικέτες που βάζουν, έχουν την ίδια αξία όλων των σχετικών αριστερίστικων ιδεών. Επιτέλους, ας βγουν στον πραγματικό κόσμο».
Ο πραγματικός κόσμος είναι ότι η Ελλάδα εισάγει 200.000 φιάλες αίμα το χρόνο και «αυτό είναι απαράδεκτο», τόνισε ο κ.Γεωργιάδης και κατέληξε λέγοντας : «Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να μην χρειάζεται να το κάνουμε αυτό. Εάν κάποιος έχει αντίρρηση ή κάποια άλλη πρόταση να την καταθέσει στον δημόσιο διάλογο όπως πρέπει. Ούτε με κραυγές, ούτε με κατηγορίες».