«Την εκτίμηση επικινδυνότητας δεν την κάνω εγώ, την κάνουν οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές»
Να συμμετάσχουν όλες οι πλευρές σε μια παραγωγική και εποικοδομητική συζήτηση, ζήτησε για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης, με συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό «Mega», με την ταυτόχρονη διευκρίνιση ότι η κυβέρνηση δεν έχει αντιδικία με καμία ομάδα.
Αναλυτικώς, με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «δίδεται η δυνατότητα, με Υπουργική Απόφαση, να παίρνονται πρόσθετα μέτρα -πέραν, δηλαδή, του αγώνα ποδοσφαίρου κεκλεισμένων των θυρών μέχρι το Φεβρουάριο-, να υπάρχουν εξειδικευμένες αποφάσεις εκεί που κρίνει ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη μαζί με τον αρμόδιο υπουργό Αθλητισμού. Το πλαίσιο αυτό το φτιάξαμε γιατί μπορεί και πρέπει να γίνεται εκτίμηση της επικινδυνότητας. Την εκτίμηση επικινδυνότητας δεν την κάνω εγώ, την κάνουν οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές. Πού υπάρχει αυξημένος κίνδυνος επεισοδίων, αυξημένος κίνδυνος συγκρούσεων, ώστε να μην έχουμε επανάληψη αυτού του περιστατικού», εξήγησε ο υπουργός Επικρατείας.
Με την παράλληλη επισήμανση ότι δεν γίνεται «να μαζευόμαστε όλοι παρέα, οι δημοσιογράφοι, η ομάδα, αθλητικοί παράγοντες και να κάνουμε μια κουβέντα για την επικινδυνότητα. Αυτό είναι ευθύνη και αρμοδιότητα της Ελληνικής Αστυνομίας, οι άνθρωποι ξέρουν να κάνουν τη δουλειά τους, παίρνουν τις αποφάσεις που πρέπει να πάρουν».
Άλλωστε, προσέθεσε, «αντιδικία δεν έχουμε με καμία ομάδα, να το διευκρινίσω. Μετά βεβαιότητος και μετ' επιμονής θέλω να τονίσω ότι εμείς δεν έχουμε καμία αντιδικία με τον Ολυμπιακό ή με τον Παναθηναϊκό ή με άλλη ομάδα». Επιπλέον, «δεν θέλω να σχολιάσω την ανακοίνωση του Ολυμπιακού. Γίνεται εκτίμηση επικινδυνότητας, τελεία», τόνισε ακόμη.
Στο σημείο αυτό της συνέντευξης, όμως, ο υπουργός Επικρατείας προέτρεψε όλες τις πλευρές «να μπούμε σε μια πιο παραγωγική και εποικοδομητική συζήτηση. Διότι όταν ένας άνθρωπος ψυχορραγεί αυτήν την ώρα που μιλάμε, το κρίσιμο και το σημαντικό δεν είναι τα διάφορα επιμέρους της λειτουργίας σε κάθε ομάδα, που τα καταλαβαίνω. Αλλά δεν είναι αυτό το σημαντικό». Το μείζον είναι να βρεθούν όλοι στο ίδιο μήκος κύματος -και αυτό είναι και το νόημα της επαναξιολόγησης των μέτρων μετά από δύο μήνες.
Εξάλλου, «πολλά μέτρα ελήφθησαν, πολλές παρεμβάσεις έγιναν, αλλά εκ των πραγμάτων φαίνεται ότι δεν ήταν αρκετές. Μετά τα επεισόδια έγιναν συσκέψεις με όλους τους παράγοντες και όλες τις ομάδες για να δεσμευθούν όλοι σε έναν οδικό χάρτη, για να μπορέσουμε όλοι μαζί -και η Αστυνομία, και η πολιτεία και οι ομάδες- να φέρουμε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Δεν επήλθε το αποτέλεσμα αυτό [...] το περιστατικό δείχνει ότι τα μέτρα δεν ήταν αρκετά παρά το ότι κάποια πράγματα έγιναν. Άρα, λοιπόν, πρέπει κι άλλο, ώστε αυτό το καρκίνωμα να εξαλειφθεί», υπογράμμισε διαβεβαιώνοντας ότι υπάρχει «απόλυτη πολιτική βούληση», προκειμένου να χτυπηθεί το καρκίνωμα αυτό.
Επανέλαβε δε, ότι απαιτείται «κρίσιμη μάζα πράξεων» για τη συνένωση των δικογραφιών, προκειμένου να αποδειχθεί η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης και η ύπαρξη ενιαίου κέντρου, αναγνωρίζοντας πάντως ότι μπορεί να έπρεπε να είχαν ληφθεί τα πρόσθετα μέτρα ένα μήνα πριν.
Η συνέντευξη έκλεισε με το αλβανικό αίτημα ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συσχέτιση με την υπόθεση Μπελέρη: «Η Ελλάδα εξαντλεί κάθε διπλωματική δυνατότητα που έχει, ώστε να αναδείξει το ζήτημα αυτό. Αυτό που επισημαίνει ο πρωθυπουργός -και εξαιρετικά κάνει, νομίζω- είναι ότι δεν είναι ένα διμερές θέμα. Δεν είναι ότι έχουμε μια διαφωνία με την Αλβανία σε ένα θέμα. Αυτό είναι ένα ζήτημα υπάρξεως κράτους δικαίου στην Αλβανία», επεσήμανε ο Μ. Βορίδης αναδεικνύοντας παραλλήλως την εξής παραδοξότητα, όπως είπε:
«Πριν από λίγες ημέρες απερρίφθη από το ανεξάρτητο, υποτίθεται, δικαστήριο αίτηση του Μπελέρη». Με την αίτηση αυτή «ζητούσε να του επιτραπεί για λίγες ώρες να μπορέσει να πάει στη Χειμάρρα από εκεί που κρατείται, προκειμένου να ορκισθεί δήμαρχος». Και απερρίφθη, μολονότι «θα μπορούσε να πάει συνοδεία, ως κρατούμενος, αλλά να ορκισθεί».
Συμπερασματικώς, «αυτό δεν αφορά την ποινική μεταχείρισή του. Αυτό δείχνει την πολιτική στόχευση της κυβέρνησης Ράμα, της εργαλειοποίησης πλέον, μιας δήθεν ποινικής υπόθεσης, προκειμένου να επιτευχθεί ο πολιτικός στόχος του Ράμα που είναι να μην αποδεχθεί το αποτέλεσμα των δημοτών της Χειμάρρας. Γιατί δεν του αρέσει ο συγκεκριμένος υποψήφιος, ο συγκεκριμένος εκλεγμένος δήμαρχος», κατήγγειλε ο υπουργός Επικρατείας.
Τούτων δοθέντων, «ο πρωθυπουργός θέτει το ζήτημα της αποτελεσματικής λειτουργίας, ίσως και της ίδιας της υπάρξεως του κράτους δικαίου στην Αλβανία. Επομένως, αυτό είναι που εμποδίζει και την πρόοδο των συνομιλιών για την ένταξη της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν δεν έχεις λύσει αυτά, τι να συζητάμε τώρα για την Ευρωπαϊκή Ένωση;», διερωτήθηκε και διεμήνυσε κλείνοντας ότι «στην παρούσα φάση η Ελληνική Δημοκρατία έχει προειδοποιήσει εγγράφως ότι αν αυτό το ζήτημα δεν επιλυθεί, δεν υπάρχει περίπτωση να προχωρήσουν οι ενταξιακές διαδικασίες».