«Πρέπει να καταλάβουν όλοι ότι δεν μπορεί να είναι μια κατάσταση που θα διαιωνίζεται»
Για τα θέματα της επικαιρότητας μίλησε ο υπουργός Επικρατείας, Μάκης Βορίδης, με το ζήτημα της οπαδικής βίας να είναι αυτό που κυριαρχεί στην επικαιρότητα.
Στόχος της διαβίβασης των δικογραφιών στην Εισαγγελία, εξήγησε, είναι «να ερευνηθεί αν υπάρχουν κέντρα, μπορεί να μην είναι οι ΠΑΕ». Μπορεί να δρουν εγκληματικές οργανώσεις νύχτας, οι οποίες ταυτόχρονα να συνδέονται με την οπαδική βία, εκτίμησε δε. «Η συνένωση των δικογραφιών δίνει τη δυνατότητα στην Εισαγγελία να συνεκτιμήσει συνολικώς το πλαίσιο λειτουργίας και να απονείμει τις ποινικές ευθύνες πιο ανοιχτά, αλλά και πιο δίκαια. Οι ευθύνες των ΠΑΕ δεν συνδέονται, σίγουρα όχι υποχρεωτικώς, με την ποινική διερεύνηση, μπορεί να μην προκύψει απολύτως τίποτε για τις ΠΑΕ» επεσήμανε επίσης.
Την ίδια στιγμή, βεβαίως, υπάρχουν οι διοικητικές ευθύνες για το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, ευθύνες οι οποίες σχετίζονται και με την οπαδική βία, σημείωσε, παραθέτοντας θέματα, όπως τα δωρεάν εισιτήρια, η λειτουργία των συνδέσμων κ.α. ‘Αλλωστε, συμπλήρωσε, μπορεί η ομάδα να είναι το πρόσχημα για την τέλεση εγκληματικών ενεργειών. «Δυστυχώς απαιτούνται πρόσθετες πράξεις στις συνενώσεις δικογραφιών και προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη ενιαίου κέντρου», δήλωσε ακόμη, υπενθυμίζοντας ότι αντίστοιχη κριτική είχε διατυπωθεί και στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής, ότι υπήρξε καθυστέρηση κ.ο.κ. Το προσεχές διάστημα, εκτίμησε επιπλέον, ο αρμόδιος υπουργός Αθλητισμού θα έχει επαφές με τις ομάδες. Όμως, μετά την παρέλευση του διμήνου θα αξιολογηθεί αν θα υπάρξει συνέχιση των μέτρων ή όχι.
«Πρέπει να καταλάβουν όλοι ότι δεν μπορεί να είναι μια κατάσταση που θα διαιωνίζεται» διεμήνυσε ακόμη προσθέτοντας ότι έγιναν πράγματα, αλλά «προφανώς δεν ήταν αρκετά».
Επίσης, ο υπουργός μίλησε και για το πού τοποθετείται στο πολιτικό φάσμα το κυβερνών κόμμα.
Σύμφωνα με την προσέγγισή του, το Κέντρο δεν μπορεί να προσδιοριστεί σήμερα ιδεολογικο-πολιτικά, εν αντιθέσει με τη δεκαετία του 1960, που ετοποθετείτο μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς, καθώς ήταν ταυτοχρόνως αντι-βασιλικό αλλά και αντι-κομμουνιστικό. «Σήμερα με την έννοια “Κέντρο” περιγράφουμε μετακινούμενους ψηφοφόρους μεταξύ των δύο ισχυρών κυβερνητικών προτάσεων», είπε και συνέχισε: «Ο πρωθυπουργός έχει πετύχει κάτι που είναι εξαιρετικό και δύσκολο, έχει καταφέρει να συνθέσει μέσα σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα αιτήματα και ευαισθησίες που προφανώς αφορούν τη Δεξιά (μεταναστευτικό, νόμος και τάξη, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές, οικονομική ελευθερία) αλλά ταυτόχρονα, ασκεί κοινωνικές πολιτικές και υποστηρίζει οικονομικά ασθενέστερες τάξεις» – και το κάνει και με επιδοματικές πολιτικές, προσέθεσε.
«Ο πρωθυπουργός είναι ένας ρεαλιστής πολιτικός, δεν είναι ότι δεν έχει αξιακές ή ιδεολογικές πεποιθήσεις», αλλά το βασικό που τον χαρακτηρίζει είναι «ο πραγματισμός να λύσει τα προβλήματα – και αυτή είναι η μεγάλη επιτυχία του». Η Δεξιά κυβερνά, αλλά υπάρχει προφανώς μια σύνθεση ευαισθησιών, διευκρίνισε εξ άλλου, με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι για τους ψηφοφόρους δεν αρκεί πια να πει κανείς ότι είναι σοσιαλδημοκράτης.