«Η αντιπολίτευση προσέρχεται με μια επιχειρηματολογία, η οποία δεν αναφέρεται στο τώρα»
Από τη μάχη κατά της ακρίβειας – με αφορμή, την επιβολή προστίμου 2 εκατ. ευρώ σε δύο πολυεθνικές εταιρείες – ξεκίνησε η συνέντευξη του υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη, στον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1.
Μετά την εισαγωγική παρατήρηση ότι «η μάχη με την ακρίβεια είναι μια σύνθετη και δύσκολη μάχη», ο υπουργός Επικρατείας διαβεβαίωσε εν συνεχεία ότι «είναι απόλυτη προτεραιότητα του πρωθυπουργού ο αγώνας απέναντι στην ακρίβεια». Ειδικότερα, «αυτό το οποίο επισημαίνει ο πρωθυπουργός, είναι ότι αποτελεί πολιτική μας προτεραιότητα να συνεχίσουμε αυτούς τους ελέγχους, να συνεχίσουμε τα μέτρα, να στηρίζουμε το καλάθι, να προσπαθούμε με το 5%. Να εξαντλεί, δηλαδή, η κυβέρνηση όλα τα εργαλεία που έχει, προκειμένου να μπορέσει να επιφέρει συγκράτηση των τιμών».
Όπως εξήγησε, μάλιστα, αμέσως μετά, «ειδικά για τις μεγάλες εταιρείες, δεν είναι μόνο το πρόστιμο αυτό καθαυτό. Δημιουργείται και μια αφύπνιση του καταναλωτικού κοινού […] δημιουργείται μια καχυποψία. Ταυτοχρόνως, οι εταιρείες οδηγούνται σε συμμόρφωση, επειδή δεν θέλουν να χάσουν μερίδιο της αγοράς». Συμπερασματικώς, «πρόθεση της κυβέρνησης είναι να είναι ο αγώνας αυτός συνεχής και διαρκής», σημείωσε εν κατακλείδι.
Σε συνέχεια της χθεσινής συζήτησης στη Βουλή , ο υπουργός Επικρατείας είπε ότι «η αντιπολίτευση προσέρχεται με μια επιχειρηματολογία, η οποία δεν αναφέρεται στο τώρα. Να συζητήσουμε, δηλαδή, αν είναι καλό το νομοσχέδιο για την επιλογή των διοικήσεων στα Νομικά Πρόσωπα του Δημοσίου. Να συζητήσουμε για το εάν είναι καλή η σκέψη για το εισοδηματικό τεκμήριο στους ελεύθερους επαγγελματίες. Να συζητήσουμε για το αν κάναμε καλά ή όχι που φέραμε το εργασιακό νομοσχέδιο. Δεν συζητάμε για το μετά τις εκλογές. Έρχεται μια επιχειρηματολογία για τα Τέμπη, τις υποκλοπές και αυτή είναι μια επιχειρηματολογία, που έρχεται από την προηγούμενη φάση». Πάντως, «τα θέματα αυτά είναι ανοιχτά στη δικαιοσύνη», διευκρίνισε.
Ειδικώς για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, είπε ότι «ήλθε χθες ο κ. Ανδρουλάκης και ξαναέθεσε θέμα της ΑΔΑΕ (Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) και κατηγορεί πάλι την κυβέρνηση ότι έχει κάνει μια μεθόδευση. Σαν να ήξερε ο κ. Ανδρουλάκης ποιες ήταν οι αποφάσεις που επρόκειτο να πάρει η ΑΔΑΕ και ήθελε ο κ. Ανδρουλάκης να ληφθούν οι αποφάσεις αυτές. Εδώ γεννιέται ένα ερώτημα: πώς ήξερε ότι η Ολομέλεια πρόκειται να επιβάλει πρόστιμο; Είχε μιλήσει με κάποιον;», διερωτήθηκε ο Μ. Βορίδης.
Ενώ επανέλαβε ότι «όταν σήμερα έχουμε πολύ μεγάλα τρέχοντα ζητήματα και όταν η κυβέρνηση προχωρά στη μεταρρυθμιστική της δουλειά, με αποτέλεσμα να ανοίγουν συζητήσεις πάνω σε αυτήν, το να έρχεται η αντιπολίτευση για τις υποκλοπές, τα Τέμπη…». Και, απευθυνόμενος στα στελέχη της αντιπολίτευσης κατέληξε: «Τα είπατε σε χρόνο που είχαν μεγαλύτερη εγγύτητα, κρίθηκαν σε δύο εκλογές, θέλετε να επιμείνετε σε αυτά, καλά κάνετε και επιμένετε».
Στο θέμα, τώρα, της φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών, τόνισε ότι «αυτή η πρωτοβουλία της κυβέρνησης είναι συνεπής με τις προεκλογικές εξαγγελίες». Συγκεκριμένα, ανέφερε , «είναι αποτυπωμένο στο πρόγραμμά μας: Έχουμε μιλήσει για κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος σε συνδυασμό με ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης των ελευθέρων επαγγελματιών. Το συγκεκριμένο μέτρο είναι μέτρο φορολογικής ισότητας και δικαιοσύνης, δεν είναι πρόσθετη φορολογία, δεν είναι αύξηση των φορολογικών συντελεστών, δεν αλλάζουμε κάτι ως προς τη φορολογία του εισοδήματος». Ενώ διευκρίνισε συγχρόνως, ότι «δεν είναι εφικτός ο μαζικός και καθολικός έλεγχος σε 400.000 ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους».
Εξ΄ άλλου, προσέθεσε, «όλοι θα συμφωνήσουμε ότι το 70% των ελευθέρων επαγγελματιών δεν είναι δυνατόν να δηλώνει κάτω από το μισθό του ανειδίκευτου εργάτη». Θυμίζοντας, όμως, ότι κατά το παρελθόν «το εισοδηματικό τεκμήριο είχε εφαρμοσθεί ξανά και είχε θέματα συνταγματικότητας, γιατί δεν ήταν μαχητό», τονίζοντας στο σημείο αυτό ότι το τεκμήριο «τώρα είναι μαχητό. Επομένως, αν θέλει κάποιος να το αμφισβητήσει, το αμφισβητεί».
Επίσης, ο υπουργός Επικρατείας επιχειρηματολόγησε ότι «το μέτρο ενισχύει τη συμμόρφωση, γιατί όποιος δηλώσει πάνω από το ποσό αυτό, έχει άμεση μείωση του τέλους επιτηδεύματος, το οποίο προοπτικά, μέσα στην επόμενη διετία, θα καταργηθεί». Ακόμη, «αναγνωρίζει στο νέο ελεύθερο επαγγελματία ότι τα εισοδήματά του μπορεί, πράγματι, να είναι χαμηλά. Το να μου πει κάποιος ότι μετά τα πέντε χρόνια ένας γιατρός, ένας δικηγόρος, ένας μηχανικός έχει εισόδημα κάτω από αυτό του ανειδίκευτου εργάτη…». Και, τέλος, «δεν λέμε ότι αντιμετωπίσαμε τη φοροδιαφυγή, λέμε ότι προσπαθούμε να την περιορίσουμε. Δεν υπάρχει χώρα που να μην υπάρχει φοροδιαφυγή».
Στο κλείσιμο της συνέντευξης, ο Μ. Βορίδης δήλωσε ότι «η κυβέρνηση αυτή έχει αποδείξει ότι όταν επιτυγχάνονται δημοσιονομικοί στόχοι και όταν υπάρχει δυνατότητα, επιστρέφει κοινωνικό μέρισμα. Και το επιστρέφει είτε αυξάνοντας μισθούς, είτε μειώνοντας φορολογία, είτε στηρίζοντας τις πιο αδύναμες τάξεις με ειδικές παροχές και μέτρα. Πάντως, το σίγουρο είναι ότι αυτή η κυβέρνηση, όταν επιτυγχάνονται δημοσιονομικοί στόχοι και η οικονομία λειτουργεί και μας φέρνει αυτά τα έσοδα που μας φέρνει».
Και, εν προκειμένω, «δεν έχει κλείσει η χρονιά, αλλά φαίνεται ότι έχουμε μια καλή χρονιά από πλευράς εσόδων […] Να κλείσει καλά η χρονιά, να οριστικοποιηθούν τα αποτελέσματα και έχουμε αποδείξει ότι εμείς κοινωνικές μεταβιβάσεις κάνουμε […] Το κάναμε, το κάνουμε, θα συνεχίσουμε να το κάνουμε».